Παράλληλη αναζήτηση
2.386 εγγραφές [2201 - 2210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσφιχτος -η -ο [ásfixtos] Ε5 : που δεν τον έχουν σφίξει, που δεν είναι σφιγμένος: Άσφιχτα κορδόνια.
άσφιχτα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἄσφιγκτος με αποβ. του [ŋ] πριν από [k] και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] κατά το σφιγκτός > σφικτός > σφιχτός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσφιχτος, -η, -ο [ásfixtos]
- ① not tightened, loose (syn μπόσικος, χαλαρός, ant σφιγμένος, σφιχτός):
- άσφιχτο κορδόνι, λουρί |
- όταν το μπουζί είναι άσφιχτο, προκαλεί ανωμαλίες στη λειτουργία της μηχανής
- ② fig unpressured, unharassed, uncoerced:
- τον άφησαν άσφιχτο και δεν πλήρωσε τα χρέη του
[fr postmed (Somavera) άσφικτος ← LK ἄσφιγκτος]
- ① not tightened, loose (syn μπόσικος, χαλαρός, ant σφιγμένος, σφιχτός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφόγγιστος s. ασφούγγιστος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφοδέλι [asfo∂éli] το, (& ασφοδίλι) bot
- plant of the genera Asphodeline or Asphodelus, asphodel (syn ασφόδελος, σφερδούκλι):
- κόψε ασφοδίλια να στολίσουμε τ' αλόγατα (Karagatsis) |
- παντού το σταχτορόδινο ~ και το βιολετί λουλούδι του αγκαθιού, μόλις ν' ανασαίνει στο ξέφωτο (Panagiotop) |
- poem κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, | διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι (Mavilis) |
- σε λόφους που ροδίζει τ' ~, θενά πλανιέται ο πελαργός κλ (Sikel) |
- και στα φιδόμαλλά τους φόραγαν | στεφάνια από ασφοδέλια (Skipis)
[fr MG *ασφοδέλιν, der of ασφόδελος; cf MG (Du Cange) ασφοδίλι]
- plant of the genera Asphodeline or Asphodelus, asphodel (syn ασφόδελος, σφερδούκλι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφόδελος ο [asfóδelos] Ο20 : φυτό με λογχοειδή φύλλα, λευκορόδινα συνήθ. άνθη που σχηματίζουν τσαμπί στην κορυφή και κονδυλώδεις ρίζες: Aνθισμένος ~. || Λιβάδι με ασφόδελους, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. ἀσφόδελος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφόδελος [asfό∂elos] ο, (& ασφοδελός) = ασφοδίλι
- :
- οι τοίχοι πεσμένοι και πνιγμένοι μέσα στα χόρτα και τους ασφοδέλους (Ouranis) |
- αργοδιαβαίνει επίσημα σέρνοντας το μανδύα πάνω στους ασφόδελους (KPolitis) |
- είδα τον ανθισμένο ασφόδελο στις μαλακές πλαγιές των βουνών (Panagiotop) |
- οι κόνδυλοι του ασφόδελου θεωρούνται σαν επουλωτικά πληγών (Panaretos) |
- poem .. οι ακροβλεφαρίδες σας, ακάνθινοι ήσκιοι, μοιάζουν | σε στεφανάκια από μικρούς, μικρούς ασφοδελούς (Malakasis)
[fr K (also pap), AG ἀσφόδελος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφοδελός [asfo∂elós] ο, (L) in phr ~
- ① AG myth. asphodel meadows (in Hades visited by the dead) (syn ασφοδελώνας):
- έχω την εντύπωση πως έρχομαι από έναν περίπατο, που έκαμα στον ασφοδελόν λειμώνα, στην ακρολιμνιά της Aχερουσίας (Myriv) |
- poem .. φτάσαν δίχως άργητα στο ασφοδελό λιβάδι, | κειπέρα που οι ψυχές πορεύουνται, των πεθαμένων οι ήσκιοι (Homer Od 24.13 Kaz-Kakr)
- ② fig haven of serenity or peace:
- δεν έβλεπα τον κόσμο τον ορατό, ζητούσα να δω τον αόρατο· έρχουμουν μαθές από το ασφοδελό λιβάδι του Bούδα (Kazantz) |
- η κοιλάδα του Kόμο ήταν ο ~ λειμώνας του ταξιδιού, όπου ξεχάσαμε το μόχθο της αϋπνίας, .. το θόρυβο της ζωής και τα βάσανά της (Athanasiadis-N)
[fr kath phr ασφοδελός λειμών ← AG ἀσφοδελeς λειμών]
- ① AG myth. asphodel meadows (in Hades visited by the dead) (syn ασφοδελώνας):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφοδελός -ή -ό [asfoδelós] Ε1 : (λογοτ.) που περιέχει ασφόδελους: Aσφοδελό λιβάδι / ~ λειμώνας, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. ἀσφοδελός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφοδελώνας [asfo∂elόnas] ο, (L) poet = ασφοδελός 1
- :
- poem απ' τον ασφοδελώνα σε περνούν ολόισα | κι αράζουνε και σταματούν, | του επάνου κόσμου ποιες τη λησμονιά | σου τραγουδούν και σου σκορπούν; (Skipis)
[fr kath (neol) ασφοδελών, der of ασφόδελος; cf ελαιών, πλατανών etc]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφοδίλι το [asfoδíli] Ο44 : (λογοτ.) ασφόδελος. || Λιβάδι με ασφοδίλια, ο Άδης.
[*ασφοδίλιον υποκορ. του *ασφόδ(ε)ιλος ίσως παράλλ. τ. του αρχ. ἀσφόδελος]