Παράλληλη αναζήτηση
2.778 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράθυμος 1 -η -ο [aráθimos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ράθυμος.
[μσν. αράθυμος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ῥᾴθυμος `ελαφρόμυαλος΄ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ra > enara > en-ara] ]
- αράθυμος 2 -η -ο : (λαϊκότρ.) οξύθυμος, βίαιος.
[α- 1 ράθυμος (δες αράθυμος 1)]
- αράθυμος1 [aráθimos] ο,
- irascible, irritable, or wrathful man:
- όταν ο κοινός λαός ξεσηκωνότανε κι αυτός, οι αράθυμοι, που 'χανε βάλει την αρχή, γινόταν αρχηγοί και καπετάνιοι του (Prevelakis) |
- poem κι ο ~τα φρύδια ζάρωσε και τον σαϊτοκοκιάζει (Kazantz Od 9.747)
[substantiv. m of αράθυμος2]
- irascible, irritable, or wrathful man:
- αράθυμος2, -η, -ο [aráθimos]
- ① irascible, wrathful, impassioned (syn L ευέξαπτος, οξύθυμος):
- ~γονιός, πολεμιστής, στρατός, χαρακτήρας |
- αράθυμη φοράδα, ψυχή |
- αράθυμο παιδί, στήθος |
- αράθυμα λόγια |
- "πες μας το λοιπόν;" φώναξε ανυπόμονα ο A., πάντα ~ (Karkavitsas) |
- λίγο έλειψε να τις δείρει, καθώς ήταν κι ~ άνθρωπος (Panagiotop) |
- πιστεύουν μονάχα στα νιάτα τ' αράθυμα, που πιπερίζουν αξεθύμαστα μέσα τους (id.) |
- για χάρη της σκοτώθηκαν ασυλλόγιστα κι αράθυμα παλληκάρια (Lazaridis) |
- folks. γέρον άντρα μου δίνουν κ' είν' κι ~ | το βράδυ με μαλώνει κλ (DPetrop) |
- poem να 'χαμ' ένα βασιλιά, |..| σέρτικο κι ~ | για να κάνει πόλεμο (Varnalis)
- ② slothful, lazy, languid (syn L νωθρός, ράθυμος):
- αράθυμη αντηλιά, αράθυμο πάτημα |
- τ' αλαφροκυμάτισμα σαλεύει με τον αράθυμο ρυθμό του το γιοφύρι (Gryparis, adapted) |
- poem θα 'μαστε .. | ~αχός ποιμενικής φλογέρας (Zevgoli) |
- όσο άπραγες κι αράθυμες κι αν είναι οι ώρες, | όμως περνάν κι αυτές κλ (Papatsonis)
[fr postmed, MG αράθυμος, cpd w. AG (r)άθυμος]
- ① irascible, wrathful, impassioned (syn L ευέξαπτος, οξύθυμος):
- αραθυμώ· αροθυμώ· ραθυμώ.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Eίμαι νωθρός, οκνηρός· τεμπελιάζω:
- όταν … ραθυμήσω πώς ποτε και λείψω από τον όρθρον (Προδρ. IV 46).
- 2) Ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου:
- τότε εραθυμήσαμεν και εις ύπνον εγυρίσθην (Λίβ. Sc. 1535).
- 3) Λιποθυμώ:
- ν’ αραθυμάς εκ την χαράν (Περί γέρ. 161).
- 4) Aνυπομονώ, αδημονώ, επιθυμώ:
- ραθυμώ να μάθω, να κατέχω (Eρωτόκρ. A´ 649).
- 5) Δυσανασχετώ:
- τι ραθυμάς, ω δέσποτα, Mεγάλε Δεμεστίκε; (Xρον. Mορ. H 4982).
- 1) Eίμαι νωθρός, οκνηρός· τεμπελιάζω:
- Β´ Mτβ.
- 1) Φοβούμαι κ.:
- (Kυπρ. ερωτ. 11111).
- 2) Λυπώ, στενοχωρώ κάπ.:
- να λυπηθεί τινάς … τες αμαρτίες του, οπού με τες οποίες … αραθύμησε τον Θεόν (Xριστ. διδασκ. 284).
- 1) Φοβούμαι κ.:
[<προθετ. α‑ + αρχ. ραθυμέω. H λ. (Βλάχ.) και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Aμτβ.
- αραθυμώ [araθimό] &, egion. ραθυμώ, αραθυμά, aor αραθύμησα,
- wish strongly, crave, yearn (for) (syn λαχταρώ, ποθώ):
- poem .. να μας θανατώσουν | αραθυμούν, σα να μην έφταναν οι τόσες αδικιές τους (Homer Od 22.264 Kaz-Kakr) |
- .. ραθύμησα λεβεντονιό στα χόρτα ν' αγκαλιάσω (Kazantz Od 20.973)
[fr postmed, MG αραθυμώ, cpd w. AG (r)αθυμῶ]
- wish strongly, crave, yearn (for) (syn λαχταρώ, ποθώ):
- αραθύμως, επίρρ.· ραθύμως.
-
- Mε ηρεμία, με ησυχία:
- (Προδρ. IV 12-2 χφφ HVP κριτ. υπ).
[<επίθ. αράθυμος. Ο τ. αρχ.]
- Mε ηρεμία, με ησυχία:
- αραιά, επίρρ.· αρά· αραία.
-
- Εκφρ. αρά και που, αρά και πότε, κάπου και αραία = κατά αραιά διαστήματα, σπάνια:
- (Σαχλ., Aφήγ. 43), (Ροδολ. Β´ 410), (Συναδ. φ. 82v).
[<επίθ. αραιός. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Εκφρ. αρά και που, αρά και πότε, κάπου και αραία = κατά αραιά διαστήματα, σπάνια:
- αραιά [areá] adv (L) (& D αριά)
- ① at a distance fr one another, wide apart, dispersively (syn ανάρια 1):
- σπέρνω, φυτεύω ~ |
- κάθονται, στέκονται ~ |
- οι λέξεις τυπώθηκαν ~ |
- όταν έβγαιναν σε ξέφωτα, προχωρούσαν ~ (ChZalokostas) |
- τους βάζει να την ακολουθήσουν ~, όχι μπουλούκι (id.) |
- ο στίχος, που αποτελείται από λιγότερα γράμματα, γράφεται αραιότερα (Charitonidis) |
- το ίδιο γίνεται με τις αραιότατα τοποθετημένες θύρες του ισογείου (Kanellop)
- ⓐ sparsely, thinly (ant πυκνά):
- αριά δασωμένη πλαγιά |
- η Aσία είναι ~κατοικημένη στις βόρειες περιοχές (Evelpidis) |
- αρχαιολογικά ευρήματα η Ήπειρος δεν παρουσιάζει, διότι οι κάτοικοί της έζησαν πάντα ~ (ChZalokostas)
- ② infrequently, sporadically, seldom, rarely (syn ανάρια 2, σπάνια, σποραδικά, ant συχνά):
- βλεπόμαστε ~ |
- ασκείται ~ |
- λίγο λίγο αρχίζουν να γράφουν αραιότερα στους γονείς τους (Petsalis) |
- τα τελευταία χρόνια δεν εμφανίζεται παρά αραιότατα στη δημοσιότητα (Peranthis)
- ⓑ at long intervals:
- το καμπανάκι τώρα βαρούσε ~και πένθιμα (Tsirkas)
- ③ ~~ at intervals, fr time to time, intermittently (syn ανάρια ανάρια):
- κατάλαβε πάνω στο γυμνό της μπράτσο να χτυπούν ~~ τα μικρά του δάχτυλα (Venezis) |
- folks. αριά αριά τα ρίχνουνε οι κλέφτες τα τουφέκια, | γιατί είν' οι μαύροι μετρητοί, γιατί είν' οι μαύροι λίγοι (Theros)
[fr postmed, MG αραιά, der of αραιός]
- ① at a distance fr one another, wide apart, dispersively (syn ανάρια 1):
- αραιά και πού [areá ce pú] adv (& αριά και πού) phr
- ① here and there, in some places (syn εδώ κ' εκεί, που και που):
- στις πλαγιές της πέφτουνε αριά και πού μενεξεδένια απόσκια (Vlami) |
- μονάχα ~ λεκιάζουν την πολιτεία δυο τρεις σκούροι τόνοι (Sfakianakis, adapted) |
- η πόλη κολυμπούσε στο σκοτάδι· ~ ξεχασμένα φώτα, παράθυρα δίχως σκούρα κλ (Tsirkas) |
- ~ ξεχώριζαν άοπλοι στρατιώτες, ξανθοί και ροδαλοί σαν κορίτσια (Koumantareas)
- ② at (long) intervals, fr time to time, now and then, occasionally, sporadically (syn κάπου κάπου, πότε πότε):
- έρχεται, περνά ~| αστράφτει αριά και πού |
- ~ μια υποψία του περνούσε από το μυαλό (Psichari) |
- για να μην ξεχνάει, πως είναι άντρας της, ~ τη μαύριζε στο ξύλο (Melas) |
- μόνο ~επισκεπτόμουν την πατρίδα μου (Xenop) |
- παρουσίαζε ~ λίγους στίχους του (Charis)
[fr postmed (Somavera) phr αραιά και που]
- ① here and there, in some places (syn εδώ κ' εκεί, που και που):