Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρωγός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρωγός ο [aroγós] Ο17 : (λόγ.) βοηθός, προστάτης: Tο κράτος ήρθε ~ στα θύματα της θεομηνίας. Ο Θεός ας είναι ~ μας.

[λόγ. < αρχ. ἀρωγός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρωγός [aroγós] ο, (L)
  • person or thing providing support, assistance, or subvention, supporter (syn βοηθός, υποστηρικτής):
    • άνοιξε το σπίτι του στους κατατρεγμένους, εδώ συμβουλάτορας, εκεί ~(Panagiotop) |
    • κανένα βοήθημα, επιχορήγηση ή συνδρομή δεν φάνηκαν αρωγοί στην ωραία αυτή προσπάθεια (Papatsonis) |
    • στην τόσο δυσάρεστη .. αυτή κατάσταση έρχονται ως ~του ανθρώπου τα σπορ (Chatzinikou)

[fr kath αρωγός ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες