Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντοκαμωμένος, -η, -ο [arxondokamoménos]
- very well built (syn αρχοντοκάμωτος, near-syn καλοκαμωμένος):
- poem κι έφτασε γρήγορα στο σπίτι του το αρχοντοκαμωμένο (Homer Il 6.370 Kaz-Kakr)
[cpd w. καμωμένος; cf ιδωμένος (: ιδώ: είδα)]
- very well built (syn αρχοντοκάμωτος, near-syn καλοκαμωμένος):