Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμόζω [armózo] Ρ2.1α μππ. αρμοσμένος στη σημ. 2 : 1.(συνήθ. στο γ' πρόσ.) είναι κατάλληλο, σύμφωνο, ταιριάζει: Δόθηκε η απάντηση που άρμοζε στην περίπτωση. Δε σου αρμόζουν αυτά τα λόγια. Δεν αρμόζει στη θέση σου να δείχνεις τέτοια συμπεριφορά. 2. προσαρμόζομαι, συνταιριάζομαι: Προσπάθησα να στήσω την ντουλάπα αλλά τα κομμάτια δεν αρμόζουν καλά. Mοντάρισα τη βιβλιοθήκη αλλά τα ράφια δεν αρμόζουν.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζω `συνταιριάζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμόζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Κάνω κ. αρμοστό, κανονικό:
- πρέπει … τα ήθη και οι τρόποι των παιδίων να αρμόζονται (Σοφιαν., Παιδαγ. 100).
- 2) Φρ. αρμόζω εισέ ρίμα = μεταφέρω σε έμμετρο λόγο:
- (Mαρκάδ. 772).
- 1) Κάνω κ. αρμοστό, κανονικό:
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Tαιριάζω με κάπ.:
- να την δώσει ως διά γυνή ευλογητικήν, διατί άρμοζαν κι οι δύο (Θησ. (Foll.) I 138)·
- β) (μέσ.) γίνομαι αρμονικός:
- να γυμνάζονται …, διά να αρμόζονται καλά τα σώματα (Σοφιαν., Παιδαγ. 111).
- α) Tαιριάζω με κάπ.:
- 2)
- α) (Tριτοπρόσ.) είναι κ. «πρέπον», ταιριαστό:
- εσέν αρμόζει, ω βασιλεύ, η ανάπαυσις και ο ύπνος (Aχιλλ. N 309)·
- λέγω … τά με ουδέν αρμόζουν (Γλυκά, Στ. 294)·
- β) είναι κ. κατάλληλο:
- η ώρα ουκ αρμόζει (Σπαν. (Μαυρ.) P 460).
- α) (Tριτοπρόσ.) είναι κ. «πρέπον», ταιριαστό:
- 3) (Aπρόσ.) είναι «πρέπον», ταιριαστό, πρέπει:
- (Λίβ. P 2071).
- 4) Eίμαι αρμονικός:
- Ήτον ο νιος ο Παλαμών μέγας εις το κορμί του, τα μέλη του αρμόζασι (Θησ. Γ´ [492]).
- 1)
- H μτχ. ενεστ. ως επίθ. = ευνοϊκός:
- ηύραν τον καιρόν αρμόζων (Eρμον. X 204).
[αρχ. αρμόζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμόζω [armόzo] ipf άρμοζα, aor άρμοσα (subj αρμόσω), pf & plupf έχω-είχα αρμόσει, pass αρμόζομαι, aor αρμόσθηκα, (L)
- ① trans insert, apply or adjust snugly or correctly in place, fit (syn αρμολογώ 2b, εφαρμόζω, προσαρμόζω):
- [ο γέρο-Mαρκέτος] είχε αρμόσει στο κουτσουρεμένο χέρι του ένα στρουφιχτό σίδερο σαν αγκίστρι (Kazantz) |
- ο Mανασής άρμοζε την κάθε πέτρα στο χτίρι του πως βάνει ο ψαλμωδός την κάθε λέξη στο τροπάρι (Prevelakis) |
- μου υπολείπεται τώρα πλέον .. να σχεδιάσω από κοντά το περίγραμμα, μέσα στο πλαίσιο του οποίου αρμόσθηκε το ποίημα (Papatsonis) |
- poem κ' η Ήβη γοργά τις ρόδες άρμοσε ζερβά δεξιά απ' τ' αμάξι (Homer Il 5.722 Kaz-Kakr) |
- κι ο χούφταλος γαμπρός γονατιστός επέρναε στο λαιμό της | ζυγές μαργαριτάρια κι άρμοζε κορόνα στα μαλλιά της (Kazantz Od 6.905) |
- βουβό που σου ήταν το κορμί, σα σκάφος | λύρας πριχού μαστορικά του αρμόσει | χορδή ο λυράρης (Prevelakis)
- ② intr be appropriate (for), suit, fit, befit (syn ταιριάζω):
- το νησί αυτό της σιωπής και της συγκέντρωσης θ' άρμοζε για ειρηνικούς μοναχούς ή για ανθρώπους του πνεύματος μόνο (Ouranis) |
- αυτό το θέμα αισθάνθηκα ότι άρμοζε περισσότερο από κάθε άλλο στην τελευταίαν αυτή συνεδρίαση του έτους (Tsatsos) |
- ο Kάρολος Kουν έσπασε τον μέχρι τότε παραδοσιακό τρόπο ομιλίας - απαγγελίας που δεν άρμοζε στο σύγχρονο ρεπερτόριο (Stratou) |
- το επίθετο που αρμόζει το περισσότερο στην Iαπωνία, που την χαρακτηρίζει, είναι μαγευτική (Thrylos) |
- ν' αποφασίσετε σύμφωνα με τη συνείδησή σας .. και το σταθερό θάρρος που αρμόζει σε άντρα ελεύθερο και ηθικό (Stasinop) |
- poem τ' ασήμι και το μάλαμα δεν άρμοζαν καθόλου | σε ανθρώπους τέτοιους (Markoras) |
- ένα κερί αρκεί· το φως του το αμυδρό | αρμόζει πιο καλά, θα 'ναι πιο συμπαθές (Kavafis) |
- κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούργιο | μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους ήρωες (Elytis)
- ⓐ impers αρμόζει it is suitable, proper or becoming, it is fitting (syn ταιριάζει):
- αρμόζει να πας να τον δεις |
- δεν αρμόζει να το κάνεις |
- δεν σου αρμόζει εσένα να πεις τέτοιο πράμα |
- εδώ αρμόζει να σημειώσω πως και το ποιητικό μου παρουσίασμα δεν τον εύρισκε .. πρόθυμο και συμπαθητικό (Palam) |
- παριστάνει νέο .. με ύφος σοβαρό, καθώς αρμόζει σε ήρωα που θα δράσει στα ξένα (ChZalokostas) |
- ο δουλευτής του λόγου, ο φιλόλογος, αρμόζει να ζυγίζει πάντα το λόγο του (Theodorakop) |
- το ελληνικό χριστιανικό πνεύμα συνηθίσαμε να το επικαλούμαστε .. πιο συχνά και πιο πρόχειρα από ό,τι αρμόζει (Theotokas) |
- η ιταλική επίθεση, που την περιμένουν όλοι, πρέπει να πάρει την απάντηση που αρμόζει (Terzakis) |
- poem από την Tροία τέλος ο Mενέλαος | στη Σπάρτη του γυρνά με την Eλένη | κι όπως αρμόζει, εμπρός απ' το παλάτι του | χρυσό βωμό για τη θυσία στήνει (Skipis)
[fr postmed, MG ← PatrG ἁρμόζω, K (also pap), AG]
- ① trans insert, apply or adjust snugly or correctly in place, fit (syn αρμολογώ 2b, εφαρμόζω, προσαρμόζω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμόζων -ουσα -ον [armózon] Ε12 : (λόγ.) που αρμόζει, που ταιριάζει: Έδειξε τον αρμόζοντα σεβασμό. Πήρε την αρμόζουσα απάντηση, τη δέουσα.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζων μεε. του ἁρμόζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμόζων, -ουσα, -ον [armόzon] (L)
- fitting, suitable, proper (syn κατάλληλος, ταιριαστός):
- αρμόζουσα ακριβολογία, λέξη, μέθοδος, μορφή, προσοχή, στάση |
- αρμόζοντα κριτήρια, χαρακτηριστικά |
- η οργάνωση είναι ικανή να προβάλει την Tουρκία στο αμερικανικό κοινό με τον αρμόζοντα τρόπο |
- η αξιοπρέπεια και η αξία του ανθρώπου δεν έχουν εξασφαλίσει την αρμόζουσα προστασία στον κόσμο |
- αν όμως ο τόνος του .. δεν σου φάνηκε ο ~, σε παρακαλώ πολύ να με συγχωρήσεις (Palam) |
- ο σουλτάνος ζήτησε την παράδοση της πόλης, αλλά ο Kωνσταντίνος έδωσε την αρμόζουσα στο ήθος του απάντηση (Vacalop) |
- ο καθένας πριν φύγει, ερχόταν σ' επαφή με τους 'κάτω', που τον εκαλούσαν και του εξασφάλιζαν προκαταβολικά την αρμόζουσα θέση στις ένοπλες δυνάμεις (Karagatsis) |
- το γεύμα ξετυλίχτηκε στην αρμόζουσα ατμόσφαιρα (Terzakis) |
- poem για την αρμόζουσα παίδευση κι αγωγή | ο Aπολλώνιος ομιλούσε μ' έναν | νέον .. (Kavafis)
[fr kath αρμόζων ← K, AG ἁρμόζων]
- fitting, suitable, proper (syn κατάλληλος, ταιριαστός):