Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
5.641 εγγραφές [5401 - 5410]
[Λεξικό Γεωργακά]
απροπαρασκεύαστος, -η, -ο [aproparascévastos] (L)
  • ① unprepared, unready, untrained (syn απαρασκεύαστος, απροετοίμαστος, απροπαράσκευος 1):
    • βρίσκεται ~ και ανίκανος να συλλάβει το αληθινό νόημα των καιρών (Panagiotop)
  • ② substantiv. m ο ~ unprepared or untrained person:
    • στο πεζοτράγουδο καταφεύγουν όλοι οι απροπαρασκεύαστοι και οι αμαθείς (Chatzinis, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) απροπαρασκεύαστος, cpd w. *προπαρασκευαστός (: προπαρασκευάζω); cf K ἀπροκατασκεύαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροπαράσκευο [aproparáscevo] το, (L)
  • lack of preparedness or readiness (syn απροετοίμαστο):
    • ανησυχούσε δέκα μήνες πριν για το τότε ~ της χώρας του (Terzakis)

[fr kath το απροπαράσκευον, substantiv. n of απροπαράσκευος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροπαράσκευος -η -ο [aproparáskevos] Ε5 : για κπ. που δεν έχει προπαρασκευαστεί, προετοιμαστεί καθόλου ή που δεν έχει προπαρασκευαστεί, προετοιμαστεί σωστά: Aπέτυχε στις εξετάσεις, γιατί ήταν ~.

[λόγ. α- 1 προπαρασκευ(ή) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροπαράσκευος, -η, -ο [aproparáscevos] (L)
  • ① unprepared, unready, untrained (syn in απροπαρασκεύαστος 1):
    • η κοινή συνείδηση βρίσκεται απροπαράσκευη μπροστά στις ακραίες απολήξεις διεργασιών που δεν εσυλλογίστηκε (Panagiotop)
  • ② which has not been prepared in advance (ant προπαρασκευασμένος):
    • δίνει απροπαράσκευες, αυθόρμητες απαντήσεις

[fr kath απροπαράσκευος ← PatrG ἀπροπαράσκευος, cpd w. AG προπαρασκευή (Hippocr. +)]

[Λεξικό Κριαρά]
απροπάτηκτος, επίθ.,
βλ. απερπάτητος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροπό [apropó] : (προφ., ως επίρρ.) όταν διακόπτουμε το λόγο μας για να αναφέρουμε κτ. που σκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή· με την ευκαιρία.

[λόγ. < γαλλ. à-propos (ουσ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροπό [apropό] adv (L)
  • apropos, by the way, incidentally (syn παρεμπιπτόντως):
    • πες μου, ~, τι έγινε ο δείνα;

[fr Fr a propos]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροπόνητος -η -ο [apropónitos] Ε5 : για αθλητή που δεν προπονήθηκε καθόλου ή δεν προπονήθηκε αρκετά και με επέκταση, για κπ. που δεν ασκήθηκε αρκετά σε κτ.

[λόγ. α- 1 προπονη- (προπονώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροπόνητος, -η, -ο [apropόnitos] (L)
  • not having (been) trained (athletically) beforehand, untrained (ant προπονημένος):
    • ~δισκοβόλος, πυγμάχος |
    • η ομάδα κατέβηκε στον αγώνα τελείως απροπόνητη

[fr kath (neol) απροπόνητος, cpd w. *προπονητός (: προπονώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσανατόλιστα [aprosanatόlista] adv (L)
  • in no specific direction or orientation:
    • στο λερωμένο τοίχο ένας σταυρός ήταν χαραγμένος, ~, έτσι στην τύχη (Grigoris)

[der of απροσανατόλιστος]

< Προηγούμενο   1... 539 540 [541] 542 543 ...565   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες