Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απριόρι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απριόρι [aprióri] επίρρ. : 1.(φιλοσ.) για κρίση που στηρίζεται σε λογικά συμπεράσματα και όχι σε εμπειρικά δεδομένα· εκ των προτέρων. ANT αποστεριόρι. 2. για κτ. που διατυπώνεται δογματικά, χωρίς αποδείξεις: Θεωρεί ~ ορθές τις αποφάσεις του κόμματος. || (ως επίθ.): Ξεκινάει από μια ~ παραδοχή ότι…

[λόγ. < μσνλατ. a priori]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριόρι [apriόri] adv, adj philos (L)
  • by reasoning fr definitions formed or principles assumed, a priori (syn phr εκ των προτέρων, ant αποστεριόρι):
    • έργο της φιλοσοφίας είναι σύμφωνα με τον Kαντ να ανακαλύψει τα ~ στοιχεία του λογικού και της βούλησης (Theodoridis) |
    • αναγνωρίζοντας την αξία και της κοινωνικής και της ερωτικής λειτουργίας, δεν παραδεχόμαστε πως υπάρχει μια ~ δοσμένη λύση (Tsatsos) |
    • στο αισθηματικό σύστημα, ο μεταφυσικός έκανε μετα-αισθηματική· προσπαθούσε να περιορίσει στην ενότητα, με τη βοήθεια αρχών που είχαν τεθεί ~, το σύνολο της αισθητικής πραγματικότητας (Moustoxydis) |
    • ένα ~ περιεχόμενο μπορεί να δοθεί στη συνείδηση με την απευθείας εποπτεία (Papanoutsos) |
    • έπρεπε να εμφανισθεί και ο θεμελιακός ηθικός νόμος σα μια υπερεμπειρική και ~ αρχή του καθαρού λόγου (Kanellop)
  • ① without examination, presumptively:
    • μιλάς, σκέφτεσαι ~ |
    • δεν είμαι από κείνους που ~ αρνούνται σ' όποιον αντιφρονεί την καλή πίστη (Thrylos) |
    • χωρίς καμιά βιασύνη και ~ διάθεση να συνάψω απόψεις που 23 ολόκληροι αιώνες τις χωρίζουν χρονικά (Andronikos) |
    • η πείρα αποδείχνει ότι ο ~ προσδιορισμός του ποσοστού ανόδου του εθνικού εισοδήματος δεν εκφράζει καμιά επιλογή όσον αφορά τις κατευθύνσεις (Zachareas, adapted)

[fr Lat phr a priori]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριορισμός [apriorizmós] ο, philos
  • the doctrine that knowledge rests upon principles that are self-evident to reason or are presupposed by experience in general, apriorism (ant αποστεριορισμός):
    • ο Kαντ με την περίφημή του θεωρία για τους εποπτικούς τύπους μας φέρνει στον απόλυτο ιδεαλισμό και απριορισμό (Theodoridis) |
    • οι εργασίες του Russell έδειξαν ότι δεν ήταν κάτι το αδύνατο η συνδιαλλαγή του εμπειρισμού της φυσικής με τον απριορισμό (Georgoulis) |
    • θα μπορούσαμε να ειπούμε για την υπόθεση του απριορισμού ότι είναι ακριβής σε ό,τι αμφισβητεί (Papanoutsos) |
    • ο έντονος ~ της εξήγησης αυτής δεν αφήνει καθαρά να φανεί η βαθύτερη αλληλουχία και συνεξάρτηση νόησης και εμπειρίας (id.)

[der of απριόρι w. suff -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριοριστής [aprioristís] ο, (L)
  • a priori reasoner, apriorist

[cpd of απριόρι w. suff -ιστής]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριοριστικά [aprioristiká] adv
  • aprioristically:
    • άλλο νόημα δεν έχουν έννοιες όπως ουσίες, αρχές του είναι, ~ θεμελιωμένες οντολογίες (Theodoridis)

[der of απριοριστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απριοριστικός, -ή, -ό [aprioristikós] (L)
  • based upon a priori principles, aprioristic:
    • απριοριστική απάντηση, κριτική, μέθοδος |
    • τον τύπο της μεταφυσικής που δούλεψε με την απαγωγή και πήρε για πρότυπο συνειδητά ή ασύνειδα τη μαθηματική μέθοδο την ονομάζουν απριοριστική μεταφυσική (Theodoridis, adapted) |
    • μέσα στις εμπειρικές, στις εξακριβωμένες επιστήμες διασταυρώνονται απριοριστικά στοιχεία, όπως η νομοτέλεια, η αιτιότητα κλ (id.) |
    • τα αισθητικά συστήματα είναι δοκίμια φιλοσοφικά κι 'απριοριστικά' για την εξήγηση των αισθητικών φαινομένων (Moustoxydis)

[der of απριοριστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες