Παράλληλη αναζήτηση
3.571 εγγραφές [3471 - 3480] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωματισμός [apoxromatizmós] ο,
- ① decolorization, discoloration (syn ξέβαμμα):
- ~ φυσικών μαλλιών cosmetol bleaching |
- ~ γλεύκους σταφυλών |
- η μόδα .. δεν ενδιαφέρεται για τους αποχρωματισμούς, για τις ξανθότητες που χάλασαν, για τις προδοσίες της βαφής (Papantoniou) |
- οι μεσογειακοί λαοί, με την εξάπλωση της ανθρωπότητας προς βορρά, είχαν την γενετική δυνατότητα του αποχρωματισμού (Poulianos) |
- είναι τμήμα του κορμιού της Eυρωπαϊκής φυλής που δεν έφτασε το βαθμό αποχρωματισμού, που παρατηρούμε για τις βόρειες περιοχές της Eυρώπης (id.)
- ② fig dullness, discoloring:
- φυσικός ~ του συναισθήματος από την επανάληψη, κούραση, απογοήτευση κλ (Papanoutsos) |
- ίσως το αντισήκωμα του οικουμενισμού να είναι ο ~, η ομοιομορφία (Terzakis) |
- η γενίκευση μιας γλωσσικής χρήσης καταλήγει συχνά σε δηλωτικό ή απηχητικό "αποχρωματισμό" (Stathis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχρωματισμός]
- ① decolorization, discoloration (syn ξέβαμμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωματιστικός, -ή, -ό [apoxromatistikós] (L)
- dull (syn άτονος):
- έχουμε μπει σε μια φάση της ιστορίας ισοπεδωτική, αποχρωματιστική (Terzakis)
[der of *αποχρωματιστός, this w. suff -ικός]
- dull (syn άτονος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχρών -ώσα -ών [apoxrón] Ε : (λόγ.) στις εκφράσεις ~ λόγος / αποχρώσα αιτία: α. (φιλοσ.) ο λόγος, η αιτία για καθετί που υπάρχει ή που γίνεται. β. σοβαρός λόγος: Δημιουργήθηκε πανικός χωρίς αποχρώντα λόγο / άνευ αποχρώντος λόγου. αποχρώσες ενδείξεις, (νομ.) που είναι επαρκείς για να δικαιολογήσουν κτ.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποχρῶ `αρκώ΄ μτφρδ. μσνλατ. causa efficiens]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρών, -ώσα, -ών [apoxrόn] (L)
- adequate, sufficient (syn L επαρκής):
- phr ~ λόγος |
- αποχρώσα αιτία |
- τα αξιώματα της αντίφασης και του αποχρώντος λόγου |
- δεν υπάρχει κανείς ~ λόγος να έχει κληθεί στο αθηναϊκό φεστιβάλ μια χιλιάδα Aθηναίων |
- αποκλίσεις από τους ορισμούς του άρθρου 4 περί ισότητας επιτρέπονται δι' αποχρώντας λόγους |
- όλα έχουν τον αποχρώντα λόγο τους |
- δεν υπάρχει ~ λόγος να αποδώσουμε τις ιδέες, πρότυπα .. σε όντα που βρίσκονται σε αδιάκοπο γίγνεσθαι (Tatakis) |
- σκοτώνω για να τιμωρήσω, η πράξη μου αυτή .. πρέπει να έχει αποχρώντα λόγο (Terzakis) |
- η πάλη φανερώνει το χαρακτήρα του Έλληνα να μην παραδέχεται τίποτα δίχως αποχρώντα λόγον (Theodorakop) |
- ούτε κατά τη γνώμη μου υπάρχουν αποχρώντες λόγοι, που να συνδέουν την εικόνα αυτή προς "Σχολή των Nησιών" (Pallas)
[fr kath ← K αποχρών]
- adequate, sufficient (syn L επαρκής):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόχρωση η [apóxrosi] Ο33 : 1.παραλλαγή βασικού χρώματος: Στη φύση βρίσκουμε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ο τοίχος είναι βαμμένος σε μια ανοιχτή ~ του μπλε. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος με ρόδινες αποχρώσεις. || (επέκτ.) για ήχο, παραλλαγή ενός βασικού ή συνηθισμένου τόνου: Όταν διάβαζε, η φωνή του έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις. 2. (μτφ.) για κτ. που διαφέρει ελαφρά από ό,τι είναι ή θεωρείται βασικό, κύριο: Οι συνώνυμες λέξεις έχουν συνήθως μια διαφορετική εννοιολογική ~. Yπήρχε μια ~ ειρωνείας στα λόγια του. Ο συγγραφέας μάς δίνει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων του. || Εκπρόσωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, των πολιτικών τάσεων, ρευμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόχρω(σις) `προσθήκη χρώματος΄ -ση σημδ. γαλλ. coloration]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόχρωση [apόxrosi] η, gen απόχρωσης & αποχρώσεως, pl αποχρώσεις (& απόχρωσες) (L)
- ① hue, shade, tone, tincture, tint, tinge (syn χροιά):
- βαθιά, θερμή, λεπτή ~ |
- έντονες, φανερές, χίλιες αποχρώσεις |
- διαβάθμιση αποχρώσεων shading |
- κλίμακα αποχρώσεων scale of tones |
- με αργυρές αποχρώσεις shaded-silver |
- ουρανός με ρόδινες αποχρώσεις sky tinged w. pink |
- ταγέρ με ροζ, μοβ αποχρώσεις |
- φτερά με γαλάζιες αποχρώσεις |
- υπάρχει μια μικρή διαφορά αποχρώσεως |
- χρησιμοποιεί ανοιχτά χρώματα .. σε μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων |
- τα κορόμηλα πάνω απ' το κεφάλι μας παίρνανε μια ~ πρασινοκόκκινο, ασημί (KPolitis) |
- είχε φέρει ένα δαχτυλίδι με ρουμπίνι στην ~ που παίρνανε τα μάτια της, όταν φορούσε ανοιχτόχρωμα (TAthanasiadis) |
- ο Nείλος κυλούσε μπρος του, όλος όστρακα με μπρούντζινες αποχρώσεις, από το φως του φεγγαριού (Tsirkas) |
- τα νερά έπαιρναν διάφορες αποχρώσεις καθώς έπεφτε πάνω τους αυτός ο απογεματινός ήλιος του Nοεμβρίου (Samarakis) |
- το ωραίο πρόσωπό τους σκιαζόταν και πρόβελνε με χίλιες δυό απόχρωσες (Xenos) |
- poem κ' ένα παιγνίδι του πράσινου σ' όλες τις αποχρώσεις (Lygizos)
- ② fig minute difference or variation (as of thought, belief, tone or expression), shade, nuance:
- ~ έννοιας, ήχου, νοήματος, παραλλαγών, προφοράς, ύφους |
- θλιμμένη, θρησκευτική, μεταφυσική, παθητική, ποιοτική, σκοτεινή, φωτεινή ~ |
- ~ σημασιολογική semantic nuance, shade of meaning |
- στίχος με λεπτές αποχρώσεις verse full of delicate light and shade |
- με ρωτάτε ποιες είναι οι ισπανικές απόχρωσες του φασισμού μας (Kazantz) |
- το λεξικό γυρεύει να πολλαπλασιάσει αδικαιολόγητα τις σημασίες μιας λέξης, με το να δημιουργεί αποχρώσεις σημασιών ανύπαρκτες (Kakridis) |
- η Σμύρνη έδωσε και στη γλώσσα της ένα ιδιαίτερο χρώμα, που την ξεχωρίζει από κάθε άλλη ~ της νεοελληνικής (Dimaras) |
- ο Φ. μιλούσε αργά, μα εγώ, που γνώριζα τις αποχρώσεις της φωνής του, καταλάβαινα πως κάτι έτρεμε μέσα του (Tsirkas) |
- η στήλη αυτή δεν θέλει να χάνει απ' τα μάτια της ποτέ την ελληνική πραγματικότητα, που την παρακολουθεί απ' όλες τις πλευρές και σ' όλες της τις αποχρώσεις (Psathas) |
- poem αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν ~ (Anagnostakis)
- ③ characteristic or ideology w. which a person or thing is imbued, hue, tinge, shade, tincture, coloring:
- εχθροί της δημοκρατίας οποιασδήποτε αποχρώσεως |
- οι άνθρωποι σήμερα δεν διαβάζουν ένα αλλά περισσότερα φύλλα και μάλιστα διαφορετικών αποχρώσεων (Athanasiadis-N) |
- πολλοί ηγέτες .. απ' όλες τις αποχρώσεις προθυμοποιούνται να προσφέρουν στους ανθρώπους πειστικές δικαιολογίες για να αλληλοσπαράζονται (Theotokas) |
- υπήρχαν τότε στην Aθήνα τέσσερα ή πέντε περιοδικά ιδεών από ποικίλες αποχρώσεις (id.)
- ④ slight admixture or smattering of sth, tincture, tinge, touch, trace (syn χροιά, near-syn ίχνος):
- η πρώτη μας δείχνει τη λυρική διάθεση, .. μαζί με μίαν ελαφράν ~ ερωτισμού και αθώας φιλαρέσκειας (Papatsonis) |
- ηθικοαισθητική ονομάζω αυτή την ερμηνεία της αριστοτελικής κάθαρσης, η ηθική απόχρωσή της είναι φανερή (Papanoutsos) |
- το εκφραστικό υλικό του διατηρεί κάποιαν ~ λογιότητας (Kouloufakos) |
- poem τα βρύα δίνουν ~ ελπίδας | στη θλίψη, που έγινε αβάσταχτη (Myralis)
[fr kath απόχρωσις ← K]
- ① hue, shade, tone, tincture, tint, tinge (syn χροιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωσιακός, -ή, -ό [apoxrosiakós] (L)
- of or pertaining to nuances or shades (syn αποχρωστικός 2):
- αποχρωσιακά κινήματα των λέξεων |
- οι διαφορές μας δεν είναι στη βάση, αλλά στην επιφάνεια αποχρωσιακές (Chatzinis) |
- αλλάζει πρόσωπα, έκφραση, χρώμα με την πρόθεση να δώσει σε θέματα λεπτού αποχρωσιακού ενδιαφέροντος μια επίφαση εξωτερικής αλήθειας (id.) |
- γενικά, με αποχρωσιακές μόνο αδυναμίες, ο "Kυμβελίνος" υπηρετείται από ένα σύνολο πολύ προικισμένο (Terzakis)
[der of kath απόχρωσις w. suff -ακός]
- of or pertaining to nuances or shades (syn αποχρωστικός 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωστικός, -ή, -ό [apoxrostikós] (L)
- ① decolorizing, discoloring (ant χρωστικός):
- phr αποχρωστική γη fullers' earth |
- το χλώριον είναι αποχρωστική ουσία
- ② fig of or pertaining to nuances or shades (syn αποχρωσιακός):
- και όταν ακόμη δε μας έρχονται στο νου νέα κοιτάγματα του αντικειμένου, που μας απασχολεί, φτάνει .. κάποια αποχρωστική ποικιλία στα γραφόμενά μας, για να δώσουμε την εντύπωση του μη περιττού (Palam)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχρωστικός, der w. *αποχρωστός, w. suff -ικός]
- ① decolorizing, discoloring (ant χρωστικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχτενίδι [apoxtení∂i] το,
- ① usu pl αποχτενίδια τα, loose hair removed w. a comb, combings (syn αποχτένισμα, χτενίδια):
- στα κοντά θάμνα μέσα σερνόταν πυκνό, μπερδευτό σαν τ' αποχτενίδια δίχτυ (Terzakis) |
- folks. χτένισε τα μαλλάκια σου, δο μου τ' αποχτενίδια | να κάμω πέντε χαμαλιά και δέκα δαχτυλίδια
- ② short locks of wool remaining after carding, carding wool (syn απόμαλλο 1)
[fr MG αποκτενίδι, der of απόκτενον w. suff -ίδιν]
- ① usu pl αποχτενίδια τα, loose hair removed w. a comb, combings (syn αποχτένισμα, χτενίδια):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχτενίδια τα [apoxteníδja] Ο44 : (οικ.) τρίχες που πέφτουν από τα μαλλιά, όταν χτενίζεται κάποιος.
[απο- χτέν(α) -ίδια, πληθ. του -ίδι]