Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυντονίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυντονίζω [aposindonízo] -ομαι Ρ2.1 : διαταράσσω το συντονισμό με τον οποίο λειτουργεί κάποιος ή κτ. ANT συντονίζω: H νέα κατάσταση μας έχει αποσυντονίσει τελείως.

[λόγ. απο- συντονίζω2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυντονίζω [aposindonízo] mi αποσυντονίζομαι (L)
  • ① break the coordination of, disharmonize (ant συντονίζω):
    • η παρέμβασή του αποσυντονίζει τις ενέργειές μας
  • ② mi αποσυντονίζομαι dissociate o.s., tune out (ant συντονίζομαι):
    • ο λόγος της ξεκούρασης είναι επαρκέστατος για να αποσυντονίζεται κανείς από το ρυθμό του κόσμου

[fr kath (neol) αποσυντονίζω, cpd w. συντονίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες