Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσιωπητικά τα [aposiopitiká] Ο38 : σημείο στίξης (
) με το οποίο δείχνουμε ότι αποσιωπούμε κτ., δηλαδή ότι η φράση έμεινε για κάποιο λόγο ατελείωτη, επειδή δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να την αποτελειώσουμε, ή, στο διάλογο, όταν κόβει την ομιλία ο συνομιλητής, π.χ. «Mη με θυμώσεις, γιατί
». «Για φαντάσου!
, έκανε ο Γιώργος».
[λόγ. αποσιωπη- (αποσιωπώ) -τικά, ουδ. πληθ. του -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσιωπητικά [aposiopitiká] τα, (L)
- dots in text showing omission or incompleteness, suspension points (...):
- το ύφος του συγγραφέα είναι γεμάτο σπαρακτικά επιφωνήματα, θαυμαστικά και ~ (Sachinis) |
- αν ήθελε ο ποιητής εδώ ένα απλό μετεωρισμό της φωνής, θα έβαζε ~ (Maronitis, adapted) |
- χρησιμοποιούν περισσότερο τ' ~ και όχι τις λέξεις (Panagiotop) |
- τα γκιργκίρια ξεκινούν για το πέλαγος· σε λίγο τα πυροφάνια τους θα γίνουν ~ μέσ' το σκοτάδι (Vasilikos)
[fr kath (neol) αποσιωπητικά (sc σημεία), substantiv. n pl of kath (neol Koumanoudis) αποσιωπητικός]
- dots in text showing omission or incompleteness, suspension points (...):