Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθερίζω [apoθerízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) ολοκληρώνω το θερισμό.
[αρχ. ἀποθερίζω `κατακόβω΄ κατά τη σημ. του απο-3 (η σημερ. σημ. μσν., πρβ. μσν. αποθέρισμα `τέλος του θερισμού΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθερίζω [apoθerízo] aor αποθέρισα
- finish harvesting:
- prov όσον καιρό θερίζαμε "Bασίλη κυρ Bασίλη"· και σαν αποθερίσαμε "πού σ' είδα, βρε κασίδη;" said of ungrateful persons who refuse to acknowledge their debt to their benefactors after the time of need has passed
[cpd w. θερίζω]
- finish harvesting: