Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαντοχή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαντοχή η [apandoxí] & παντοχή η [pandoxí] Ο29 : (λογοτ.) 1. ό,τι περιμένουμε, συνήθ. ως λύτρωση και ανακούφιση από κτ. δυσάρεστο: Δεν έχει άλλη ~ παρά το χάρο. 2. ελπίδα, παρηγοριά, στήριγμα: Ο Θεός είναι η μόνη ~ των φτωχών. Δεν έχει πια καμιά ~. Εσύ είσαι η μόνη μου ~.

[μσν. απαντοχή < απαντέχω κατά το αντέχω - αντοχή· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
απαντοχή η· απανδοχή· ’παντοχή.
  • 1) Eλπίδα:
    • την απαντοχήν της σωτηριάς (Aπόκοπ. 59
    • αγάπη μου, απαντοχή, υιέ μου (Βέλθ. 1168).
  • 2) (Hθ.) στήριγμα:
    • τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα (Eρωτόκρ. E´ 1478).
  • 3) Προστασία, καταφύγιο:
    • Aξίωσέ με, δέσποινα, να σ’ έχω ’παντοχή μου (Διήγ. ωραιότ. 41· Γεωργηλ., Θαν. 610).

[<απαντέχω + κατάλ. ‑ή. O τ. ’παντοχή και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (λ. απαντέχειν) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαντοχή [apandocí] η, (& παντοχή)
  • ① waiting, expectation (syn αναμονή, λαχτάρα, προσδοκία):
    • ατέλειωτη, ήρεμη, πολλή, κουραστική ~ |
    • ~ του θανάτου |
    • γλυκιά ~ της γυναίκας |
    • καρδιά κουρασμένη απ' την ~ |
    • η ατμόσφαιρα της απαντοχής εκνευρίζει |
    • την ~ μου την ψύχωνε μια ανείπωτη ελπίδα (Prevelakis) |
    • τα σύννεφα φέρανε και τη μυρουδιά της βροχής, την ~ της (Petsalis) |
    • αυτή η στερνή φράση μ' έβαλε σε μεγάλη ~ (DOikonomidis) |
    • poem ζωή μας ήταν πριν να 'ρθεις η ~ σου (Moschonas) |
    • poem η ~ | τσακίζει και της νιότης την ψυχή (Zevgoli)
  • ⓐ hope (syn ελπίδα):
    • θλιμμένη, πικρή ~ |
    • poem στην άρρωστή μας φέρνε παντοχή, | την αισιοδοξία χαράς περίσσιας (Xydis) |
    • και σα γυρνάς το δείλι, ο λύχνος μας στο τζάκι ορθός θα λάμπει | κι όλη η γλυκιά της νύχτας ~ στον καρπερό μου κόρφο (Kazantz Od 14.1018)
  • ② thought, belief (syn ιδέα, σκέψη):
    • μου την άρπαξαν από τα χέρια μου με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος (Krystallis)
  • ③ support, succor, comfort (syn στήριγμα):
    • folks. έλα μάτια και ψυχή μου | Xάρε μου κι ~ μου (Passow) |
    • poem πήραν τους άντρες μας στα κάτεργα, πεθαίνουν τ' αρφανά μας· | εσύ μονάχα ελπίδα μας στο φως κι ~ στον κόσμο (Kazantz Od 20.59) |
    • τ' ανθρώπου πόνε, σε γροικώ βαθιά μες στην ψυχή μου | κ' η μέρα που θ' αφανιστείς είν' η ~ μου (Douras)
  • ④ endurance, stamina (syn αντοχή):
    • δεν έχω ορμή κι ~, χοντρό για δώστε μου κουτσούρι, | λυγίσαν τα νεφρά (Kazantz Od 20.868)

[fr postmed, MG απαντοχή bes MG παντοχή ← *υπαντοχή (Georgacas); existence of latter form is enhanced by parallels]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες