Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανθρακωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απανθρακωμένος, -η, -ο [apanθrakoménos] (L)
  • burned to a cinder, charred (syn καρβουνιασμένος, near-syn αποτεφρωμένος):
    • απανθρακωμένη εκκλησία |
    • απανθρακωμένη σάρκα, απανθρακωμένο πτώμα |
    • βρέθηκε ~ το πρωί |
    • την κάπως συστηματική καλλιέργεια την αποδείχνουν λείψανα από απανθρακωμένα σιτηρά και όσπρια (NPlaton) |
    • έγραψε στίχους για τη γερασμένη και απανθρακωμένη ψυχή του (Kanellop) [fr kath (neol) απηνθρακωμένος (ppp of K àπανθρακ΅

[-όω]) w. anal. influence of verb form w. ἀπαν- or new formation fr ἀπανθρακώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες