Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανθρακωμένος, -η, -ο [apanθrakoménos] (L)
- burned to a cinder, charred (syn καρβουνιασμένος, near-syn αποτεφρωμένος):
- απανθρακωμένη εκκλησία |
- απανθρακωμένη σάρκα, απανθρακωμένο πτώμα |
- βρέθηκε ~ το πρωί |
- την κάπως συστηματική καλλιέργεια την αποδείχνουν λείψανα από απανθρακωμένα σιτηρά και όσπρια (NPlaton) |
- έγραψε στίχους για τη γερασμένη και απανθρακωμένη ψυχή του (Kanellop) [fr kath (neol) απηνθρακωμένος (ppp of K àπανθρακ΅
[-όω]) w. anal. influence of verb form w. ἀπαν- or new formation fr ἀπανθρακώνω]
- burned to a cinder, charred (syn καρβουνιασμένος, near-syn αποτεφρωμένος):