Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγωγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγός [apaγoγós] ο, (L)
  • abductor:
    • ~ καυσαερίων

[fr kath απαγωγός ← AG (Gorgias, 5th c. BC), der of ἀπάγω as ἀγωγός of ἄγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες