Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάγω
14 εγγραφές [11 - 14]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγικός, -ή, -ό [apaγoyikós] (L)
  • deductive, reductive:
    • απαγωγική απόδειξη reduction to absurdity, reductio ad absurdum |
    • απαγωγική μέθοδος, απαγωγική διαδικασία, απαγωγική σκέψη, απαγωγική μεταφυσική |
    • απαγωγικά συστήματα |
    • ~ τελολογικός δρόμος |
    • απαγωγικοί συμπερασμοί |
    • καμιά άλλη επιστήμη δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει την καθαρή απαγωγική μέθοδο (Lambridi) |
    • ανακοπή στην απαγωγική κάθοδο από την ιδέα στην πραγματικότητα (Tsatsos) |
    • την ευθεία απαγωγική μέθοδο από τη γενικότητα της ιδέας της δικαιοσύνης στην κοινωνική πραγματικότητα την ανακόπτει και ένα δεύτερο γεγονός (id.) |
    • οι νόμοι του δικαίου υπάρχουν ακριβώς, για να σταματά η εξατομικευτική απαγωγική λειτουργία της δεοντολογικής σκέψης εκεί όπου το επιβάλλει η κοινωνική τάξη (id.)

[fr kath (neol Koumanoudis) απαγωγικός, der of απαγωγή]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγωγός [apaγoγós] ο, (L)
  • abductor:
    • ~ καυσαερίων

[fr kath απαγωγός ← AG (Gorgias, 5th c. BC), der of ἀπάγω as ἀγωγός of ἄγω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάγωτος -η -ο [apáγotos] Ε5 : που δεν έχει παγώσει, είτε από φυσική αιτία είτε με τεχνητό τρόπο.

[α- 1 παγώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάγωτος, -η, -ο [apáγotos]
  • not iced or not ice-cold, unfrozen (ant κατεψυγμένος, παγωμένος):
    • απάγωτο νερό, απάγωτα φρούτα |
    • δεν ξέρω πώς θα είχαμε κατορθώσει να ξαναφθάσομε στη συνηθισμένη μας απάγωτη γη, αν μερικοί αλπινισταί δεν μας είχαν βοηθήσει (Thrylos, adapted) |
    • ο σημερινός κακός ύπνος μου μου παγώνει όχι βέβαια την καρδιά μου την απάγωτη, μα το χέρι μου (Palam) [cpd w. παγωτός ( |
    • παγ΅

[-όω] 'freeze' PatrG, 4th & 9th c.)]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες