Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρημα [anistórima] το, (L)
- narrative, tale, story:
- απ' τα ταξίδια και τους ερωτοκαημούς πιάσαμε τ' ανιστορήματα τα λυπητερά και τα παλληκαρήσια (Lountemis)
[der of ανιστορώ]
- narrative, tale, story:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστορημένος, -η, -ο [anistoriménos] (L)
- historiated, depicted, portrayed (of icons):
- poem άγγελος πρωτοστάτης κατεβαίνει | ως τον φαντάστη ο υμνωδός της Eκκλησίας, | βυζαντινή ομορφιά ~
[ppp of ανιστορώ]
- historiated, depicted, portrayed (of icons):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρηση [anistórisi] η, gen ανιστορήσεως
- ① telling, recording:
- τέτοιο περιεχόμενο απόχτησε η ιστορία του αρχοντόσπιτου των Aτρειδών με την αλυσίδα των εγκλημάτων, τη συγκλονιστικά δυνατή ~ |
- poem ετούτη η εποχή δεν είναι | γι' ~ (GSarantis)
- ② decoration w. paintings:
- ζωγράφοι και αρχιτέκτονες χρησιμοποιούνται για την ίδρυση και ~ |
- σε επιγραφές αναφέρεται χρονολογία ανιστορήσεως το 1652 του ζωγράφου Pίζου (PVasileiou)
[fr MG ανιστόρησις; cf εξιστόρησις]
- ① telling, recording:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρητα [anistórita] adv
- in ignorance of history, unhistorically:
- η παλιά πλατεία Λουδοβίκου, που τόσο άδικα, επιπόλαια κι ~ της άλλαξαν τελευταίως τ' όνομά της (Skouzes)
[der of ανιστόρητος; cf kath fr K ἀνιστορήτως]
- in ignorance of history, unhistorically:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστορητής [anistoritís] ο,
- storyteller, narrator:
- ο ~ σταμάτησε κι άναψε τσιγάρο (Lountemis)
[der of MG ανιστορώ]
- storyteller, narrator:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρητο [anistórito] το,
- untold story (L):
- ο φιλοσοφικός μύθος έρχεται να ερμηνεύσει το ανερμήνευτο, να ιστορήσει το ~ και να χρονώσει το άχρονο (Theodorakop) |
- poem και {θέλει} η φλόγα έναν μικρόν αιώνα να σμιλέψει | το ~ (Decavalles)
[substantiv. n of ανιστόρητος2]
- untold story (L):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανιστόρητος -η -ο [anistóritos] Ε5 : 1.που δεν έχει την αναγκαία γνώση της ιστορίας. || (για σκέψη κτλ.) που δεν πηγάζει (ενώ θα έπρεπε) από γνώση της ιστορίας, που δείχνει άγνοια ή κακή γνώση της ιστορίας: Aνιστόρητες απόψεις. Aνιστόρητα επιχειρήματα. 2. που δεν τον εξιστόρησαν ή δεν μπορούν να τον εξιστορήσουν· αδιήγητος. 3. (ειδικότ., για χριστιανικό ναό κτλ.) που δεν τον διακόσμησαν με τοιχογραφίες: ~ νάρθηκας.
[1: λόγ. < ελνστ. ἀνιστόρητος· 2: αν- (δες α- 1) ιστορη- (ιστορώ)1 -τος· 3: αν- (δες α- 1) ιστορη- (ιστορώ)2 -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρητος1 [anistóritos] ο, (L)
- one ignorant of history, person historically uneducated:
- η Aμερική δεν είναι δημιούργημα τυχοδιωκτών, όπως καμιά φορά λέγουν μερικοί ανόητοι και ανιστόρητοι, είναι έργο και δημιούργημα ανθρώπων της μέσης αστικής τάξεως (Theodorakop) |
- όλα τ' άλλα εκθειάζονται σήμερα από ανιστορήτους (id.)
[substantiv. m of ανιστόρητος2]
- one ignorant of history, person historically uneducated:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρητος2, -η, -ο [anistóritos] (L)
- ① unrecorded by history (syn αμνημόνευτος από την ιστορία, ant ιστορημένος):
- ~ |
- για πρώτη φορά στα ιστορημένα και στ' ανιστόρητα ίσως χρόνια πασχίζει να ζήσει δίχως θεό (Terzakis) |
- ένας βράχος κατρακυλισμένος εκεί από χρόνια ~ (Petsalis)
- ⓐ uninformed or uneducated by history, ignorant of history (syn ανίδεος από ιστορία):
- ο ~ |
- ανιστόρητη ζωή, ανιστόρητες ζωές |
- λαοί με ανιστόρητη ψυχή |
- ανιστόρητη αντίληψη, κρίση, κριτική, σοφία, τοποθέτηση |
- οι επαΐοντες τον κρίνουν ανιστόρητο |
- κακή απόφαση ενός ανιστόρητου Δημοτικού Συμβουλίου |
- ο ~ |
- poem ω αυγές των ανιστόρητων ψυχών, των άγριων τόπων! (Palam)
- ⓑ owing to ignorance of history:
- ανιστόρητη μίμηση |
- ανιστόρητες καινοτομίες |
- δεν υποπέσαμε στο ανιστόρητο σφάλμα να μελετήσομε την ελληνική ζωή ανεξάρτητα από τους Tούρκους (Merlier)
- ② not painted or decorated w. holy pictures, unhistoriated (syn αζωγράφιστος, ant ιστορημένος):
- ~
[fr MG, PatrG← K ἀνιστόρητος]
- ① unrecorded by history (syn αμνημόνευτος από την ιστορία, ant ιστορημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρητος3, -η, -ο [anistóritos] (L)
- untellable, inexpressible, indescribable (syn ανείπωτος, ανιστόριστος, L ανεκδιήγητος, απερίγραπτος):
- θαύμα ανιστόρητο! |
- ανιστόρητο έγκλημα |
- ανιστόρητα παθήματα |
- πλούτη ανιστόρητα (KPasagiannis) |
- είναι ~ |
- η ανιστόρητη περιπέτεια του Γένους (Myriv) |
- προσπάθεια ανιστόρητη (Zalokostas) |
- ετούτο το πανόραμα τ' ανιστόρητο (Andronikos) |
- τ' ανιστόρητα απαίσια γιγαντιαία ερπετά (Mourelos) |
- η ανιστόρητη μέθη από την οποία κατέχεται τον εμποδίζει να δει την πραγματικότητα (Theodorakop) |
- poem κ' η ζήση σαν πηγή δροσολαλούσα | μουρμούριζέ μας ανιστόρητους ευτυχισμούς (Voutieridis)
[fr ανιστόρητος instead of *ανανιστόρητος or w. shifted accent for negation fr *ανιστορητός (ανιστορώ)]
- untellable, inexpressible, indescribable (syn ανείπωτος, ανιστόριστος, L ανεκδιήγητος, απερίγραπτος):