Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθυγιεινό [anθiyiinó] το,
- lack of sanitation, unsanitary condition, insanitation, insalubrity (syn το επιβλαβές στην υγεία):
- το ~ |
- έφτυσε στο πάτωμα .. με τη σιόλα του παπουτσιού του εξαφάνισε την κοινωνική απρέπεια, το ~ και το αντιαισθητικό, και εξακολούθησε ήσυχος την ανάγνωση (KPapa)
[fr kath το ανθυγιεινόν, substantiv. n of ανθυγιεινός]
- lack of sanitation, unsanitary condition, insanitation, insalubrity (syn το επιβλαβές στην υγεία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυγιεινός -ή -ό [anθijiinós] Ε1 : που προξενεί βλάβη στην υγεία, στον οργανισμό: Tο κάπνισμα είναι ανθυγιεινή συνήθεια. Aνθυγιεινό κλίμα. Aνθυγιεινές συνθήκες / κατοικίες. Επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. || Bαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, χαρακτηρισμός ειδικής κατηγορίας επαγγελμάτων.
ανθυγιεινά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υγιεινός μτφρδ. γαλλ. insalubre]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθυγιεινός, -ή, -ό [anθiyiinós] (L)
- unsanitary, insalubrious, unhygienic, unhealthy (syn επιβλαβής στην υγεία, near-syn νοσηρός):
- ~ |
- ανθυγιεινή δίαιτα, ζωή, περιοχή, συνήθεια, συνοικία, τροφή |
- ανθυγιεινό κλίμα, περιβάλλον, σπίτι |
- ανθυγιεινά ενδύματα, επαγγέλματα |
- το σκοτεινό τούτο πρόσωπο είναι κάτι ανθυγιεινό και παρείσαχτο (Terzakis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθυγιεινός, cpd of pref ανθ- ← αντ(ι) & υγιεινός]
- unsanitary, insalubrious, unhygienic, unhealthy (syn επιβλαβής στην υγεία, near-syn νοσηρός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυγιεινότητα η [anθijiinótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανθυγιεινού.
[λόγ. ανθυγιειν(ός) -ότης > -ότητα]