Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμούρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμούρι [anemúri] το, (& ανεμούριο)
  • wind-indicator, weathercock, windsock (syn in ανεμοδείκτης 1a):
    • ~ κατάκορφα στη σκεπή |
    • folks. ανεμοστάτης θα γενώ κι ανέμη να γυρίζω, | κι έν' ~ ολόχρυσο για να σε περιορίζω (Passow)

[fr MG ανεμούριον ← K ἀνεμούριον 'windmill' (2nd c. AD), der of ἄνεμος w. suff -ούριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμούριο το [anemúrio] Ο41 & ανεμούρι το [anemúri] Ο44 : στενόμακρος σάκος κωνικού σχήματος, ανοιχτός και από τις δύο πλευρές, που είναι προσαρμοσμένος στην κορυφή ιστίου και δείχνει τη διεύθυνση του ανέμου.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεμούριον `ανεμόμυλος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ελνστ. ἀνεμούριον με αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες