Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανείπωτος -η -ο [anípotos] Ε5 : α.που είναι τόσο πολύ μεγάλος, έντονος κτλ., ώστε δεν είναι δυνατό να τον εκφράσει με λόγια ή να τον περιγράψει επαρκώς άλλος· απερίγραπτος: Aνείπωτη χαρά / δυστυχία / οδύνη / λύπη. Mας βρήκαν συμφορές ανείπωτες. β. που δεν ειπώθηκε, δε λέχθηκε ως τώρα: Ήθελα κάτι ανείπωτο, κάτι άγνωστο να πω.
ανείπωτα ΕΠIΡΡ (ως επιτατικό σημασίας επιθέτου) αφάνταστα: ~ ωραίο. [αν- (δες α- 1) ειπω- (θ. παθ. αορ. του λέω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανείπωτος, -η, -ο [anípotos]
- ① unspoken, unsaid (ant ειπωμένος):
- ο ~ λόγος |
- η πρώτη φράση μένει ανείπωτη (Panagiotop) |
- το πιο βαθύ μας μυστικό μένει ανείπωτο (Kazantz) |
- το καίριο και το ουσιαστικό θα μείνει πάντα ανείπωτο (Chatzinis) |
- poem σύσφλοισβο ρυάκι λόγια σού χαράζει ανείπωτα (Melachrinos) |
- να πούμε όλα τ' ανείπωτα | λογάκια της αγάπης μας (Myrtiotissa)
- ② inexpressible, indescribable, ineffable (syn ανέκφραστος, L άφατος,:
- ανείπωτη χαρά, ελπίδα, γλύκα, αγαλλίαση, ομορφιά, ευτυχία, αγάπη, νοσταλγία, συγκίνηση, καλοσύνη, πίκρα, ταραχή, θλίψη, οδύνη, σφαγή |
- ανείπωτες έγνοιες, κακουχίες, στερήσεις, συμφορές, θηριωδίες |
- ανείπωτο κακό, πένθος, δράμα |
- ανείπωτο χάδι, θέλγητρο |
- ανείπωτα δεινά |
- θα γεμίσει από την ανείπωτη γλυκύτητα των ουρανών (Theotokas) |
- με μια ανείπωτη τρομάρα έπεσε σ' εκείνο τ' ανθρωπομάνι (Myrivilis) |
- οδήγησαν τελικά την Eλλάδα στην ανείπωτη καταστροφή (Psathas) |
- poem συμπόνεση κρουφή κι ανείπωτη τον συνεπήρε αγάπη (Kazantz Od 17.246) |
- .. κ' η ψυχή μου | λουζόταν σε μιαν ανείπωτη ομορφάδα (Karyotakis) |
- ω ανείπωτη χαρά, σαν πήδησε | στη ρώγα της υγείας η στάλα (Sikel) |
- τ' άνθη μεθούσαν από τ' άρωμά τους, | μέσα σε μιαν ανείπωτη αρμονία .. (Lapathiotis) |
- η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας (Themelis)
[cpd of pref αν- & *ειπωτός ← είπα (aor AG λέγω); cf ανίδωτος etc]
- ① unspoken, unsaid (ant ειπωμένος):