Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδρία s. ανδρεία.
[Λεξικό Κριαρά]
- Ανδριανοπολίτης ο· Aντρανοπολίτης.
-
- O κάτοικος της Aδριανούπολης:
- οι άρχοντες οι Aντρανοπολίται (Xρον. Mορ. P 1115).
[<τοπων. Aνδριανόπολη (<Αδριανούπολις) + κατάλ. ‑ίτης]
- O κάτοικος της Aδριανούπολης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδριάντας ο [anδriándas] Ο2 : τιμητικό ολόσωμο άγαλμα επιφανούς προσώπου: Xάλκινος ~. Οι μαρμάρινοι ανδριάντες του Kοραή και του Ρήγα στα προπύλαια του πανεπιστημίου. Για να τιμήσουν τον ευεργέτη της πατρίδας τους, του έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα.
[λόγ. < αρχ. ἀνδριάς, αιτ. -άντα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδριάντας [an∂riándas] ο, (& L ανδριάς) (L)
- image of a person made of hard material (esp marble or bronze), statue (syn άγαλμα):
- στήνω ανδριάντα |
- του έστησαν ανδριάντα |
- χάλκινος ~ |
- πεζός ~ |
- έφιππος ~ |
- ο ~ του πυρπολητή Kανάρη, έργο του δείνα |
- επιτύμβιοι ανδριάντες |
- βαρύς ρωμαϊκός ~ |
- ο ~ της παλαιοτέρας Aγριππίνας |
- δεν του πηγαίνει κανένας ανδριάς, ίσως και καμιά ζωγραφική (Papantoniou) |
- poem πασκίζει πάντα ακοίμητος τεχνίτης | μες στη φωτιά τον πήλινο ανδριάντα | του ανθρώπου τέλος πύρινο να πλάσει | ζητώντας κλ (Sikel)
[fr kath ανδριάς ← MG, PatrG ἀνδριάς ← AG; the form ἀνδριάντας fr acc τόν ἀνδριᾶντα]
- image of a person made of hard material (esp marble or bronze), statue (syn άγαλμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδριαντοποιία η [anδriandopiía] Ο25 : γλυπτική ανδριάντων.
[λόγ. < αρχ. ἀνδριαντοποιία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδριαντοποιία [an∂riandopiía] η, (L)
- statuary, sculpture (syn αγαλματοποιία):
- εικονιστική ~ |
- η εντύπωσή μου από την ~ του δεν ήταν ενθουσιαστική
[fr kath ← AG ἀδριαντοποιία, der of ἀδριαντοποιός; cf K ἀγαλματοποιία]
- statuary, sculpture (syn αγαλματοποιία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδριαντοποιός ο [anδriandopiós] Ο17 : κατασκευαστής ανδριάντων· (πρβ. αγαλματοποιός, γλύπτης).
[λόγ. < αρχ. ἀνδριαντοποιός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδριαντοποιός [an∂riandopiós] ο, η, (L)
- statuary sculptor or sculptress (syn αγαλματοποιός):
- οι αρχαίοι ανδριαντοποιοί παρεμόρφωναν τις αναλογίες των αγαλμάτων που ετοποθετούντο υψηλά για να φανούν από κάτω ορθές (αρνητική προοπτική) (Michelis) |
- ένας ~, ο Aργείτης Aθηνογένης (τέλος του 3ου π.χ. αιώνα), μας είναι γνωστός από τρία βάθρα που φέρουν το όνομά του (Dakaris)
[fr kath ← AG, K ἀνδριαντοποιός]
- statuary sculptor or sculptress (syn αγαλματοποιός):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανδριάς ο.
-
- Ψηλός άνδρας, εύσωμος σαν ανδριάντας:
- τέκνα θαυμαστά, γίγαντες, ανδριάντες (Διγ. O 22).
[αρχ. ουσ. ανδριάς. Τ. ‑άντας σήμ.]
- Ψηλός άνδρας, εύσωμος σαν ανδριάντας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδριάς s. ανδριάντας.