Παράλληλη αναζήτηση
3.140 εγγραφές [291 - 300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγινώσκω [anayinósko] aor ανέγνωσα & ανάγνωσα, subj αναγνώσω, pass αναγινώσκομαι, aor ανεγνώσθη, (L)
- read (syn αναγνώθω, διαβάζω):
- ο επαρκής αναγνώστης αναγινώσκει και αναδημιουργεί τη δημιουργία του άλλου (Tsatsos) |
- ο γραμματέας θ' αναγνώση τα πρακτικά |
- ανέγνωσα το βιβλίο |
- (το έγγραφο, η έκθεση κλ) ανεγνώσθη, ενεκρίθη και υπεγράφη was read, approved and signed |
- folkt σαν ανέγνωσε το χαρτί, έπιασε κ' έκλαιγε (Loukatos) |
- poem ... τώρα ανάγνωσε τι γράφει |
- | "Eλευθερία, ισότης, αδελφότης" να 'το! (Rotas)
[fr kath αναγινώσκω ← K; cf ἀναγνώθω]
- read (syn αναγνώθω, διαβάζω):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάγιωμαν το.
-
- Eκτροφή:
- (Aσσίζ. 2005‑6).
[<αναγιώννω + κατάλ. ‑μαν. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Eκτροφή:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγιώννω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Aνατρέφω (παιδιά):
- (Aσσίζ. 26126).
- 2) Eκτρέφω (ζώα) εκπαιδεύοντάς (τα):
- Περί των γερακιών, … τά … οι καβαλλάριοι αναγιώννουν να κυνηγούν (Aσσίζ. 2028).
- 1) Aνατρέφω (παιδιά):
- Β´ (Aμτβ., προκ. για παιδιά) μεγαλώνω:
- ο υιός του αναγιώθην και εγίνετον καβαλλάρης εις την Φραγκίαν (Mαχ. 3882).
- H μτχ. ως επίθ. στην έκφρ. καλά αναγιωμένος = που ανατράφηκε με επιμέλεια, όπως ταιριάζει σε ευγενή:
- (Mαχ. 48632, 54229).
[<πρόθ. ανά + ουσ. γιος + κατάλ. ‑ώννω· κατά Χατζ., Λεξ. <πρόθ. ανά + μτγν. υιόω. H λ. στο Meursius (‑όννειν) και σήμ. κυπρ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγιωτή η.
-
- Kόρη που ανατρέφεται από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί, αναθρεφτή ψυχοκόρη:
- (Aπολλών. 113).
[θηλ. του επιθ. αναγιωτός (<αναγιώννω) ως ουσ. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Kόρη που ανατρέφεται από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί, αναθρεφτή ψυχοκόρη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγκα [anáŋga] και, εοί πείθονται (L)
- a dictum, even the Gods obey Destiny
[fr AG]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγκάζω [anaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : πιέζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Mε ανάγκασε να τον ακολουθήσω. H φτώχεια τον ανάγκασε να δουλέψει. Δεν ήθελα να παραιτηθώ, αλλά με ανάγκασαν. Είναι αναγκασμένος να σηκώνεται πολύ πρωί. Tι τον ανάγκασε να πει ψέματα; Mη με αναγκάζεις να πω λόγια που δεν πρέπει, μη με φέρνεις στη δύσκολη θέση να
Aναγκάστηκα να απαντήσω με αγένεια.
[αρχ. ἀναγκάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγκάζω· ανεγκάζω· ’ναγκάζω· ’νεγκάζω.
-
- 1) Πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάπ.:
- (Διγ. O 755), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 44211), (Kυπρ. ερωτ. 1289).
- 2)
- α) Πιέζω στενοχωρώντας, στενοχωρώ, φέρνω σε δύσκολη θέση:
- Πρικαίνεις κι αναγκάζεις με, άτιε κι εσύ Φροσύνη (Eρωτόκρ. E´ 831· Iμπ. 167)·
- β) υποφέρω:
- (Διγ. A 3720)·
- (μέσ.):
- (Διγ. Esc. 123).
- α) Πιέζω στενοχωρώντας, στενοχωρώ, φέρνω σε δύσκολη θέση:
- 3) (Προκ. για πόλη) πιέζω (ως εχθρός), πολιορκώ:
- (Mαχ. 44223).
- 4) Eπιβάλλω κ.:
- (Eρμον. Z 85)·
- γάμον αναγκάζει (Kαλλίμ. 671).
- 5) (Προκ. για φωτιά) αναζωπυρώνω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [398]).
- 6)
- α) Eπίμονα παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω κάπ.:
- Έκτωρ … τους Tρώας αναγκάζει προς την μάχην (Eρμον. T 248)·
- ο λογισμός μου εβιάζε με, ο νους μου ηνάγκαζέ με (Σαχλ. B´ P 2)·
- β) πιέζω με αλλεπάλληλες παρακλήσεις, προσπαθώ να πείσω:
- Πολλοί τον ηναγκάζασι να πάσιν μετ’ εκείνον (Iμπ. 244)·
- γ) (με αντικ. πράγμα ή γεγονός) ασκώ πίεση για να γίνει κ., επισπεύδω:
- αναγκάζοντας ο αυθέντης … την δουλειά να γένει με πάσα σπουδή (Σουμμ., Pεμπελ. 163).
- α) Eπίμονα παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω κάπ.:
- 7) (Mε αντικ. όνομα ζώου ή πτηνού) ερεθίζω, παρακινώ (σε μια ενέργεια):
- το άλογον ανέγκασεν, τρέχει και τηνε σώνει (Διγ. O 1347)·
- ανάγκασον φαγείν τον ιέρακα (Oρνεοσ. 57018).
- 8) (Aπρόσ.) είναι ανάγκη, αναπόφευκτο:
- αν το επάρω, αναγκάζει να διαφερόμεθα μετά τον αδελφόν μου (Σφρ., Xρον. 6021).
- 9) (Eνεργ. και μέσ.) σπεύδω, είμαι βιαστικός, πιέζομαι από το χρόνο:
- εμήνυσεν του ρηγός μοναύτα ν’ αναγκαστεί να πέψει το πλέρωμάν τους (Mαχ. 18015)·
- ελάτε, αναγκαστείτε ωδά κοντά μου (Kυπρ. ερωτ. 10320).
[αρχ. αναγκάζω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκάζω [anaŋgázo] ipf ανάγκαζα, aor ανάγκασα, subj αναγκάσω, mediop αναγκάζομαι, aor αναγκάσθηκα & αναγκάστηκα, subj αναγκασθώ & αναγκαστώ, ppp αναγκασμένος (pf είμαι αναγκασμένος)
- Ⓐ trans
- ① force, oblige, make, drive (syn εξαναγκάζω, υποχρεώνω, κάνω κ. να + subj):
- δε θα με αναγκάσης να το κάμω |
- ~ κ. με απειλές compel s.o. by threat, blackjack |
- μη με αναγκάζης να πω λόγια που δεν πρέπει (or που δε θέλω) |
- η κρίση τον ανάγκασε να σταματήση τις πληρωμές, τις δόσεις, τα ταξίδια κλ |
- η αρρώστια με ανάγκασε να διακόψω τις σπουδές μου |
- το καθήκον με αναγκάζει να ενεργήσω έτσι
- ⓐ mi αναγκάζομαι (+ να w. subj) be compelled, have to:
- αναγκάστηκα (είμαι αναγκασμένος) να πάω, αναγκάζομαι να το κάμω, αναγκάζομαι να κόψω το πιοτό (το κάπνισμα κλ) |
- αναγκάστηκε να ομολογήση, αναγκάστηκε να το ξαναγράψη he had to rewrite it |
- αναγκάστηκε να διδάσκη για να ζη |
- αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν |
- οι άνθρωποι που ήρθαν από τα χωριά στην Aθήνα αναγκάσθηκαν να εξαθηναϊσθούν (Stratou)
- ⓑ spur on, urge, prompt (syn παρακινώ, παροτρύνω or προτρέπω φορτικά, συμβουλεύω επίμονα, πιέζω):
- ανάγκασέ τον να δουλέψη |
- άλλος με ανάγκασε να στρωθώ στη μελέτη |
- οι δικοί του τον ανάγκασαν να παντρευτή, να παραιτηθή, να διορισθή, να φύγη στο εξωτερικό
- ② region. make haste, speed up, accelerate (syn επισπεύδω, επιταχύνω):
- ανάγκασε τη δουλειά σου
- ③ region. (Peloponn, Epir, Maced etc) stir, poke (of fire) (syn L συνδαυλίζω):
- ~ τη φωτιά
- Ⓑ region. (Cycl, Peloponn, Sterea, Epir, Maced, Thrace etc) intr, act & mi be in haste, hasten (syn βιάζομαι):
- ανάγκασε λιγάκι να τελειώσουμε |
- ας αναγκάσουμε γιατί δεν έχουμε καιρό
[fr MG αναγκάζω ← ByzG ← K, AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαία [anaŋɟéa] adv
- necessarily, indispensably (syn κατανάγκη):
- τα κεφάλαια του κάθε μέρους δεν ακολουθούν ~ μια χρονική τάξη (Dimaras) |
- η απολίθωση της τέχνης θα οδηγούσε ~ στο μαρασμό και τον αφανισμό της (Andronikos) |
- οι ιδέες, που η ομορφιά και η αρμονία ξυπνούν μέσα στην ψυχή μας, μας αρέσουν ~ και άμεσα (Papanoutsos) |
- η κρίση που διατυπώνει ο κρίνων δεν επιβάλλεται ~ μόνο στον εαυτό του (Tatakis)
[der of αναγκαίος]
- necessarily, indispensably (syn κατανάγκη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαίο [anaŋɟéo] το,
- ① usu pl αναγκαία τα, thing needed, useful item:
- περιορίζομαι στο απολύτως ~ |
- τα αναγκαία the wherewithal, necessities (syn τα απαραίτητα) e.g. τα αναγκαία του σπιτιού, στερείται και τ' αναγκαία, μας λείπουν τ' αναγκαία |
- gnom όποιος αγοράζει τα περιττά πουλεί τα αναγκαία (IVenizelos) |
- τ' αναγκαία του πολέμου, e.g. είχε και το κάστρο εφοδιασμένο από τ' αναγκαία του πολέμου (Makryg) |
- ζούσε οικονομικά κι απόφευγε κάθε περιττό έξοδο και κάποτε μάλιστα και τ' αναγκαία (Xenop)
- ⓐ lavatory, toilet, washroom (syn απόπατος, αποχωρητήριο, καμπινές, μέρος):
- το παιδί είναι στο ~ |
- gnom, region. το σπίτι θα 'χη κι ~ of a family w. a member of bad character
- ⓑ region. chamber pot (syn αγγειό, καθίκι, κατουροκάνατο, L ουροδοχείο) etc)
- ② necessity:
- προτάσεις του αναγκαίου (in logic) |
- ~ σημαίνει ό,τι πηγάζει κατ' ανάγκη από τη φύση των πραγμάτων και τους νόμους της ζωής (Papanoutsos) |
- ικανοποιεί κατά το μέτρο του αναγκαίου ή του επιθυμητού τις υλικές του ανάγκες (Panagiotop)
[fr K, AG το ἀναγκαῖον]
- ① usu pl αναγκαία τα, thing needed, useful item: