Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκολοπισμός ο [anaskolopizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανασκολοπίζω: Οι κατάδικοι θανατώθηκαν με ανασκολοπισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασκολοπισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκολοπισμός [anaskolopizmós] ο,
- impalement (syn ανασκολόπιση, D παλούκωμα):
- το μαρτύριο του ανασκολοπισμού |
- ανασκολοπισμοί, ξεκοιλιάσματα κλ - τίποτα δεν τους ήταν υπερβολικό για τον κορεσμό του μίσους (Ouranis) |
- ο Δέκιος θυμήθηκε το Nέρωνα, την πυρκαγιά .. τους ανασκολοπισμούς, τους ακρωτηριασμούς .. να ένας μεγάλος καίσαρας! συλλογίστηκε (Panagiotop) [fr kath ανασκολοπισμός ← MG àνασκολοπισμός PatrG (Gr. Nyss.) ← K àνασκολοπισμός (Nigidius Figulus [1st c. BC], in J. Lydus
[6th c.]), der of K ἀνασκολοπίζω (also MG)]
- impalement (syn ανασκολόπιση, D παλούκωμα):