Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλώσιμος, επίθ.
-
- Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει:
- ουδ’ έστιν αναλώσιμον … το πεπρωμένον (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 281).
[<αόρ. του αρχ. αναλόω + κατάλ. ‑ιμος. H λ. και σήμ.]
- Που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλώσιμος -η -ο [analósimos] Ε5 : 1.(λόγ.) που μπορεί, που είναι κατάλληλος για να καταναλωθεί: H κονσέρβα είναι αναλώσιμη έως το τέλος του χρόνου. 2. (ως ουσ.) τα αναλώσιμα, υλικά που χρησιμοποιούνται και καταναλώνονται: Aναλώσιμα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
[λόγ. < μσν. αναλώσιμος < αναλωσ- (αναλώνω) -ιμος `που μπορεί να καταλυθεί΄ σημδ. γαλλ. consumable, consommable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλώσιμος, -η, -ο [analósimos] (L) law
- consumable, expendable (items, supplies) (syn καταναλωτικός):
- αναλώσιμα υλικά, εφόδια |
- (κόσμος) που όλο και πιο αχόρταγος γίνεται για "κατανωλωτικά" (δηλαδή αναλώσιμα) αγαθά (Xydis)
[fr kath (Koumanoudis) ← MG αναλώσιμος, der of AG ἀναλῶ (-όω); cf ανάλωσις and simplex αλώσιμος]
- consumable, expendable (items, supplies) (syn καταναλωτικός):