Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβατόριο το [anavatório] Ο42 & αναβατόρι το [anavatóri] & ανεβατόρι το [anevatóri] Ο44α : μηχάνημα για την ανύψωση υλικών, συνηθισμένο σε οικοδομικές εργασίες.
[ανεβ-: < ελεβατόρι παρετυμ. ανεβ(άζω)· αναβ-: λόγ. επίδρ. στο ανεβατόρι κατά την αντιστοιχία ανεβαίνω - αρχ. ἀναβαίνω και κατά την αντιστοιχία -ι - -ιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβατόριο [anavatório] το,
- lift, elevator (syn in αναβατήρας 1):
- αναβατόρια με κουβάδες |
- ~ φαγητών dinner lift, dumbwaiter
[der of αναβάτης w. It suff -torio]
- lift, elevator (syn in αναβατήρας 1):