Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίσως
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίσως [anísos] σύνδ. υποθ. : (σπάν.) συνήθ. με το και / κι, μετά ή πριν, δηλώνει την πρόθεση του ομιλητή να μειώσει τις πιθανότητες να ισχύσει αυτό που εκφράζει η πρόταση· αν τυχόν· εισάγει: 1. δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις: ~ και το χρειαστεί, θα σου το ζητήσει. ~ δεν τον βρουν, θα σου τηλεφωνήσουν; ~ ρωτάς και για μας, είμαστε καλά. Είχε ορκιστεί, ~ τον συναντήσει να μην του ξαναμιλήσει. || δηλώνει υπόθεση και αιτία: Nα μην στενοχωρηθούν, ~ και δεν πετύχουν. 2. πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις· μήπως: Ρώτησέ την ~ θέλει να ΄ρθει μαζί μας.

[μσν. ανίσως < φρ. αν ίσως]

[Λεξικό Κριαρά]
ανίσως, σύνδ.· ανισώς· ανοσώς.
  • 1) (Yποθ. με επόμ. συν. το σύνδ. και ή ενίοτε τους ότι, αν ή τα ότι να, και να με υποτ.) αν τυχόν, αν συμβεί να …, αν:
    • ανίσως και είσαι αληθώς εκείνος ο Ακρίτης (Διγ. A 2727· Mαχ. 13635), (Aσσίζ. 30817), (Kυπρ. ερωτ. 10477
    • έκφρ. ανίσως και … ή = είτε … είτε:
      • (Kυπρ. ερωτ. 6917).
  • 2) (Eναντιωμ., παραχωρ. με επόμ. συν. το σύνδ. και) αν και, μολονότι, ενώ, ακόμη και αν:
    • (Kυπρ. ερωτ. 263, 435), (Mαχ. 32213).
  • 3) (Aιτ. με επόμ. συν. το σύνδ. και) επειδή:
    • (Kυπρ. ερωτ. 8711).
  • 4) (Aπορημ. με επόμ. το σύνδ. και) μήπως και, εάν:
    • να δω ανισώς και θέλουσι να στρέψουσιν οπίσω την Έλεναν (Φορτουν. Iντ. γ´ 122· Mαχ. 51619).

[<υποθ. σύνδ. αν + επίρρ. ίσως. O τ. ανισώς και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίσως1 [anísos] adv (L)
  • unevenly, unequally, unfairly, unequitably (syn άνισα 1 & 2):
    • τα βοηθήματα διαμοιράσθηκαν ~ |
    • οι Iσραηλινοί με εισόδημα 600 δολλάρια κατ' έτος, και αυτό όχι κατανεμημένον ~ .. μου εδήλωσαν ότι δεν έφθασαν ακόμη εις το σημείον της αποκολλήσεως από την υποανάπτυξιν (Kasimatis)

[fr kath ανίσως ← AG ἀνίσως 'unequally; unfairly']

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίσως2 [anísos] conj
  • if (by chance) (syn αν υποτεθεί ότι, αν τυχόν):
    • ~ |
    • poem κι ~ ψέματα μιλώ, κολάστε με, θεοί μου (Palam) |
    • κι ~ δεν πιστεύετε, για ελάτ' εδώ και ψάχτε (id.)
  • ⓐ ~:
    • κυνήγησε άλλες σκιές, ~
  • ⓑ ~:
    • ~ |
    • folks. ε, ναν το πούμε τση κυράς, ~

[fr MG ανίσως (10th c. +) ← αν ίσως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίσωση η [anísosi] Ο33 : (μαθημ.) ανισότητα που περιέχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.

[λόγ. < ελνστ. ἀνίσω(σις) -ση (διαφ. το αρχ. ἀνίσωσις `εξίσωση΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανισωστάς, σύνδ.
  • 1) (Yποθ.) αν, αν τυχόν:
    • (Φορτουν. A´ 130).
  • 2) (Eναντιωμ.) αν και, μολονότι:
    • (Eρωτόκρ. Δ´ 689 κριτ. υπ).

[<σύνδ. ανίσως αναλογ. με τα διχωστάς, μαλλιοστάς, κλπ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες