Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέκδοτο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανέκδοτο το [anékδoto] Ο40 : 1.επεισόδιο ή συμβάν που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο, αλλά η αλήθεια του δεν επιβεβαιώνεται από έγκυρες ιστορικές πηγές: Iστορικό ~. 2. διήγηση ευτράπελου και διασκεδαστικού επεισοδίου: Nόστιμο / πικάντικο / χαριτωμένο / γαργαλιστικό ~. Σκάσαμε στα γέλια από τα ανέκδοτα που έλεγε. ~ σόκιν, άσεμνο. ΦΡ είναι από άλλο ~, για κπ. ή για κτ. που καμία σχέση δεν έχει με ό,τι μας απασχολεί αυτή τη στιγμή.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ανέκδοτος σημδ. γαλλ. anecdote < ελνστ. ἀνέκδοτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέκδοτο [anék∂oto] το, (Psichari & Xenop ανέγδοτο) (L)
  • ① the state of not yet being published:
    • πέτυχε το πρώτο βραβείο παρά το τότε ~ του έργου του (Apostolatos)
  • ② humorous story, anecdote:
    • απλό, μικρό, όμορφο, χαρακτηριστικό ~ |
    • το βασίλειο της όπερας, της ιστορίας και του ανέκδοτου (Ouranis) |
    • το πιο ασήμαντο κωμικό ~ δεν είναι απόλυτα εθνικό, αλλά παγκόσμιο (Loukatos) |
    • τι ανέγδοτα, τι ιστορίες, τι παραμύθια, τι τραγούδια (Xenop) |
    • έλεγε όλο τις ίδιες ιστορίες, τα ίδια τ' ανέγδοτα (Psichari)

[substantiv. n of AG ἀνέκδοτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκδοτογραφία [anek∂otoγrafía] η, (L)
  • the writing of anecdotes:
    • απ' την Aναγέννηση ως το 18ο αιώνα η ιστορία είναι ~ (Theodoridis)

[fr kath (neol), cpd of kath ανέκδοτον & combin. form -γραφία; cf ιστοριογραφία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκδοτογραφικός, -ή, -ό [anek∂otoγrafikós] (L)
  • of writing anecdotes

[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτογράφος w. suff -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκδοτογράφος [anek∂otoγráfos] ο, (L)
  • writer of anecdotes, anecdotist:
    • ο τάδε δεν είναι ιστορικός αλλά ~

[neol, cpd of kath ανέκδοτον & combin. form -γράφος; cf ιστοριογράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεκδοτολογία η [anekδotolojía] Ο25 : (συνήθ. μειωτ.) συγγραφή, αφήγηση ή συλλογή ιστορικών ανεκδότων.

[λόγ. ανεκδοτολόγ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκδοτολογία [anek∂otoloyía] η, (L)
  • the telling of, or use of, anecdotes; anecdotes:
    • εύθυμη, λαϊκή, ρωμαϊκή ~ |
    • αυτά αποτέλεσαν το υλικό μιας ευρύτατης ανεκδοτολογίας (Peranthis) |
    • η καθαρή κριτική αρνείται την απλή πληροφορία ή την ~(Sachinis) |
    • τι ενδιαφέρον έχει όλη αυτή η ~; (Thrylos)

[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτολόγος w. suff -ία; cf παπυρολογία, φιλολογία etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκδοτολογικά [anek∂otoloyiká] adv (L)
  • in the manner of an anecdote:
    • το έργο κλείνει απότομα, απροσδόκητα και ~ (Maronitis) |
    • ~ σας αναφέρω μια φράση

[neol, der fr n pl of ανεκδοτολογικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεκδοτολογικός -ή -ό [anekδotolojikós] Ε1 : που αναφέρεται ή ανήκει στην ανεκδοτολογία: Πληροφορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα / περιεχομένου.

[λόγ. ανεκδοτολόγ(ος) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεκδοτολογικός, -ή, -ό [anek∂otoloyikós] (L)
  • characterized by an anecdotal manner, anecdotal:
    • ~ χαρακτήρας, ρεαλισμός, ρομαντισμός |
    • ανεκδοτολογική βιογραφία, προβολή, αναδρομή |
    • ανεκδοτολογικές αναμνήσεις, παροιμίες |
    • ανεκδοτολογικά αστεία |
    • το βιβλίο αυτό παρουσιάζει ένα ανεκδοτολογικό ενδιαφέρον (Melas) |
    • τα ανεκδοτολογικά άρθρα των εφημερίδων υποδαυλίζουν την περιέργεια του κοινού (Peranthis)

[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτολόγος w. suff -ικός; cf ανεκδοτογραφικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες