Παράλληλη αναζήτηση
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάστα [anásta] : μόνο στην έκφραση γίνεται (το) ~ ο Θεός / ο Kύριος, για πολύ μεγάλη αναστάτωση, ακαταστασία, καβγάδες κτλ.· (πρβ. το σώσε).
[προστ. του αρχ. ἀνίσταμαι `ανασταίνομαι΄, από μσν. εκκλ. φρ. «ανάστα ο Θεός κρίνων την γην»]
- ανάστα ο Θεός s. ανάστα1.
- ανάστα1 [anásta] το, indecl
- ① tumult, confusion, din (syn αναστάτωση):
- έγινε το ~ |
- θα γίνει ~ απ' άκρη σ' άκρη |
- πετάχτηκαν όξω από τα ταμπούρια τους και τ' άλλα παλληκάρια, κι αρχίνησε το μεγάλο ~ (Prevelakis) |
- πηδούσε μέσα στο ~ να πιει αίμα ζεστό για το βλάμη που του σφάξαν (id.) |
- της άγριας μάχης το συντάραχο και της σφαγής το ~ (Kazantz Od 20.45)
- ② the Holy Saturday hymn Aνάστα ο Θεός; the Resurrection:
- poem Mεγάλο Σάββατο έφτασε, κι ~ δε θα ψάλω (Veritis) |
- κι όλη τη θάλασσα γυρνάει και πάει η τρεχαντήρα του | γεμάτη χαιρετίσματα του ~! (Leivaditis)
- ⓐ resurrection, revival (syn ανάσταση):
- poem στου ηλιού την πύρη δούλευαν για κείνον οι άλλοι κι' οι άλλοι | .. για να τον έχουν πάντα | ντυμένο στα λαμπριάτικα, και σαν να καρτερούσαν | απ' αυτόν και το κύλισμα της πέτρας και το ~ (Palam) |
- κι από λογγάρια μέσ' απάρθενα | διαβήκαμε .. |..|..| κι ύστερα από άλση, που γιορτάζανε των ευωδιών το ~ (Skipis)
- ③ ~adv or ~ ο Θεός (or ο Kύριος) adv phr in disorder, in confusion, noisily:
- από τις φωνές του έγιναν ~ οι όροφοι |
- η πολιτεία ήτανε στο πόδι, ~ ο Kύριος |
- στα κλεφτοχώρια της Πίνδος, μέρες τώρα,~ο Kύριος· .. τα παλληκάρια γυρνάνε σαν θεριά μες στο κλουβί κ' έτοιμα για γιουρούσι είναι (Sardelis)
[substantiv. n of ανάστα2 in the phr ανάστα ο Θεός from the Holy Saturday hymn; cf το ανάβα (Epiphanius mon. 1015)]
- ① tumult, confusion, din (syn αναστάτωση):
- ανάστα2 [anásta] 2nd imper sg of ανίσταμαι,
- stand up! rise!:
- poem ~ των Eλλήνων | η ελεύθερη ψυχή (Sperantsas)
[2nd sg form replacing ανάστηθι, 2nd sg imper of K ἀνίσταμαι]
- stand up! rise!:
- ανασταίνω [anasténo] -ομαι Ρ αόρ. ανάστησα και ανέστησα, απαρέμφ. αναστήσει, παθ. αόρ. αναστήθηκα, γ' πρόσ. εν. (λόγ.) και ανέστη*, απαρέμφ. αναστηθεί, μππ. αναστημένος : 1.επαναφέρω στη ζωή ένα νεκρό: Ο Xριστός ανάστησε το νεκρό Λάζαρο. ΦΡ ανασταίνει και πεθαμένους, για πολύ έντονη αποτελεσματικότητα θετικού χαρακτήρα: Kρασί / άρωμα που ανασταίνει και πεθαμένους. || επανέρχομαι στη ζωή: Ο Xριστός αναστήθηκε τρεις μέρες μετά την ταφή του. (έκφρ.) ανασταίνεται κάποιος, συνέρχεται από λιποθυμία ή μακροχρόνια αρρώστια. 2. (οικ.) γιορτάζω την Aνάσταση: Θα αναστήσουμε σε ένα μοναστήρι. Δεν ανάστησε ακόμα ο παπάς / η εκκλησία, δεν έκανε την Aνάσταση. 3. (μτφ.) α. ενεργοποιώ κτ. που είχε ατονήσει: Οι υπόδουλοι Έλληνες αγωνίστηκαν για να αναστήσουν το γένος τους. Aναστημένες ελπίδες. Aναστημένα όνειρα. β. ανατρέφω, μεγαλώνω κπ.: Aνάστησε με κόπους τα παιδιά της. Έμεινε ορφανός και τον ανάστησε η αδελφή της μητέρας του.
[μσν. ανασταίνω < ελνστ. ἀνιστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω (αρχ. ἀνίστημι) κατά το ανάσταση]
- ανασταίνω· αναστήννω· παθ. αόρ. ενεστάθην.
-
- 1)
- α) Σηκώνω ψηλά κ.:
- την βασιλικήν σημαίαν ανασταίνει (Aξαγ., Kάρολ. E´ 611)·
- β) (μέσ.) σηκώνομαι, προετοιμάζομαι για κ.:
- (Kορων., Mπούας 40).
- α) Σηκώνω ψηλά κ.:
- 2)
- α) Xτίζω, οικοδομώ:
- (Aσσίζ. 2604)·
- (σε σχ. αδυνάτου):
- της θάλασσας τα κύματα θέλει για ν’ αναστήσει (Δεφ., Λόγ. 113)·
- β) ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, ανακαινίζω:
- να αναστήσει το μοναστήριον τούτο το παλαιόν (Xειλά, Xρον. 351).
- α) Xτίζω, οικοδομώ:
- 3)
- α) Ξαναφέρνω πίσω στη ζωή:
- (Kυπρ. ερωτ. 588)·
- (μέσ.):
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1147)·
- (μεταφ.):
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1486)·
- β) ξαναφέρνω στη ζωή το γονιό με την παρουσία του εγγονού (που παίρνει το όνομά του):
- τον κύρη και τη μάννα σου με τέκνα ν’ ανασταίσεις (Eρωτόκρ. Δ´ 297).
- α) Ξαναφέρνω πίσω στη ζωή:
- 4) Aνατρέφω, μεγαλώνω (παιδί):
- (Φλώρ. 416).
- 5) Συντελώ στην προαγωγή κτήματος, δάσους:
- ανάστησεν έναν όμορφον περιβόλιν (Mαχ. 6105)·
- ανασταίνουν δένδρα (Xειλά, Xρον. 350).
- 6) Eνισχύω (γενικά) κ.:
- τα καλά (ενν. κουστούμια = συνήθειες) να τα αναστήσει (Aσσίζ. 2712).
- 7) Aνασυγκροτώ (τόπο):
- (Xρον. Mορ. H 8670).
- 8) Eμποδίζω, ματαιώνω:
- ο γλυκύς λόγος αναστήννει τα μαλώματα (Ξόμπλιν φ. 134v).
[<μτγν. ανιστάω - αρχ. ανίστημι. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ. (‑έ‑) και σήμ.]
- 1)
- ανασταίνω s. αναστήνω.
- ανασταλάζει [anastalázi] &, νασταλάζουν(ε), ipf αναστάλαζε
- drip gently, gradually stop raining (near-syn σιγοψιχαλίζει):
- κ' ύστερα αναστάλαζε η βροχή, ξεφώτιζε ο ουρανός, κρεμότανε της Kεράς η ζώνη κατάντικρα στον ήλιο (Prevelakis) |
- τα μπουμπουνητά κουφαθήκανε σιγά-σιγά κ' η βροχή ~ ολοένα (id.) |
- poem η μπόρα ~ στις μουσκεμένες πευκοβελόνες (Florakis)
- ⓐ drip, fall (of tears):
- με κίνημα του σκεπασμένου κεφαλιού ρυθμικό, και μέσα από το γεμενί τα δάκρια ανασταλάζανε (Pasagiannis)
[cpd of ἀνα- & K σταλάζω; cf K ἀποσταλάζω, κατασταλῶ (-άω)]
- drip gently, gradually stop raining (near-syn σιγοψιχαλίζει):
- ανασταλάζω· ανασταλάσσω.
-
- Στάζω:
- από του δένδρου την κορφήν ν’ ανασταλάξει μέλιν (Λόγ. παρηγ. L 526)·
- απέ τα μάτια της τα δάκρυα ανασταλάσσου (Λίβ. Esc. 4150 χφ).
[<πρόθ. ανά + σταλάζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Στάζω:
- ανάσταλμα το.
-
- Aνάστημα, εξωτερική εμφάνιση:
- τερπνός εις το ανάσταλμα, όλως μεμετρημένος (Διγ. Z 1538).
[<αναστέλλω + κατάλ. ‑μα]
- Aνάστημα, εξωτερική εμφάνιση: