Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάγκαση η.
-
- 1) Άσκηση πίεσης:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 173).
- 2)
- α) Προτροπή, παρακίνηση:
- τες δυνατές σου ανάγκασες αφήνει και δεν τες ακλουθά; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. δ´ [76])·
- β) πίεση:
- αυτός εκ την ανάγκασην και εκ τα μηνύματά τους … εβουλήθηκεν να κάνει την αμάχην (Xρον. Tόκκων 1653).
- α) Προτροπή, παρακίνηση:
- 3) Σπουδή, βιασύνη:
- ο καραβοκύρης διά την ανάγκασήν του μισταρώνει άλλους ναύτας πλοίων ακριβά (Aσσίζ. 4828).
[<αναγκάζω + κατάλ. ‑ση. Η λ. στο Bλάχ. (‑ις) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Άσκηση πίεσης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάγκαση [anáŋgasi] η, region.
- (Peloponn, Eub, Cycl, Crete, Dodec, Cypr etc) & lit
- ① pressure, compulsion (syn εξαναγκασμός, καταναγκασμός, πίεση):
- poem ας χαίρονται όσοι γνωστοί το μέτρο και το ζύγι, | του νόμου την ~, της πονεσιάς το δάκρυ (Athanas)
- ② straining (of the body in defecation) (syn σφίξη) (Cycl):
- είχα μεγάλη ~, πρέπει να πάρω λάδι
- ③ haste, hurry (syn βιασύνη, σπουδή)
- ④ intense effort, pressure (syn πίεση):
- με ~ τη στεφανώθηκε |
- prov η παντρειά και το τσουκάλι | θέλει ~ μεγάλη of affairs requiring serious efforts to be accomplished, such as a marriage through matchmaking
[fr MG ανάγκαση, this fr K *ἀνάγκασις (this form in Somavera; cf cpds K περιανάγκασις, AG διανάγκασις, AG, K κατανάγκασις) der of αναγκάζω; cf also MG & dial ModG αναγκασιά]