Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεσολάβητος, -η, -ο [amesolávitos] (L)
- taking place without mediation or intervention of a third party
[cpd w. μεσολαβώ 'mediate, intervene'; cf K ἀμεσολάβητος 'unable to be gripped round the middle']