Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβοθώρητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακριβοθώρητος -η -ο [akrivoθóritos] Ε5 : α.(συνήθ. κάπως ειρωνικά) για πρόσωπο που δύσκολα και σπάνια μπορούμε να το δούμε, να του μιλήσουμε κτλ. αυτοπροσώπως: Πολύ ~ μας έγινες τελευταία. β. (λαϊκότρ.) σπάνιος, εξαιρετικός: Aκριβοθώρητη ομορφιά.

[ακριβοθωρη- (ακριβοθωρώ < ακριβο- 1 + θωρώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβοθώρητος, -η, -ο [akrivoθóritos]
  • ① rarely seen or hard to see:
    • είναι, έγινε ~, δεν έρχεται να μας δη |
    • είναι ~ στις βιβλιοθήκες |
    • όλοι οι γάλλοι συγγραφείς είναι μάλλον ακριβοθώρητοι, κάνουν ζωή μάλλον κλειστή (Paraschos) |
    • λουλούδια στο τραπέζι του χωριάτη είναι πράμα ακριβοθώρητο (Prevelakis) |
    • poem καλώς κοπιάσατε στην πόρτα μας, ακριβοθώρητοί μου ah, lovers seldom seen, come, welcome to our doors (Kazantz Od 24.283)
  • ⓐ region. hard to approach, inaccessible (syn δυσκολοπλησίαστος)
  • ② greatly prized, long-wished-for, craved-for, precious (syn πολύτιμος):
    • poem φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι | σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι (Palam) |
    • μα ο Xάλικας του ακριβοθώρητου κοντοσκουντάει τα γόνα but Granite poked the knees of his long-wished-for friend (Kazantz Od 13.1095) |
    • και σμίγουνε στους ώμους σου και στο απαλό σου στήθος | με ρόδα ακριβοθώρητα ...; (Malakasis)

[der of ακριβοθωρώ; cf αθώρητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες