Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακηδία η.
-
- Nωθρότητα ψυχική, έλλειψη πνευματικής εγρήγορσης, ολιγωρία, τεμπελιά:
- (Σπαν. B 516), (Gesprächb. 11322).
[αρχ. ουσ. ακηδία]
- Nωθρότητα ψυχική, έλλειψη πνευματικής εγρήγορσης, ολιγωρία, τεμπελιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακηδία [aci∂ía] η, (L)
- unconcern, indifference, carelessness, negligence (syn αμεριμνησία, αφροντισία, παραμέληση, ant έγνοια, ενδιαφέρον, μέριμνα):
- η ευθύνη εκείνων που γράφουν είναι μεγάλη απέναντι στην επίσημη ~ και τη διάχυτη ασυδοσία (Lambridi)
[for MG ακηδία ← Κ, PatrG ← AG]
- unconcern, indifference, carelessness, negligence (syn αμεριμνησία, αφροντισία, παραμέληση, ant έγνοια, ενδιαφέρον, μέριμνα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακηδιάζω.
-
- Γίνομαι νωθρός, αδιαφορώ:
- μηδέν ακηδιάζεις, μηδέν αχαμνίζεις (Gesprächb. 1918).
[<αόρ. του ακηδιώ]
- Γίνομαι νωθρός, αδιαφορώ: