Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιχμαλωτίζω [exmalotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κπ. αιχμάλωτο: ~ ένα άγριο ζώο / πουλί. Kυρίεψαν την πόλη, έσφαξαν τους άντρες κι αιχμαλώτισαν τα γυναικόπαιδα. Aιχμαλωτίστηκε από τους ληστές. β. (για στρατιωτικό) αιχμαλωτίζω κατά τη διάρκεια του πολέμου: ~ ένα στρατιώτη / έναν αξιωματικό / ένα λόχο / τάγμα / εχθρικό πλοίο. Ολόκληρη μεραρχία κυκλώθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. 2. (μτφ.) α. συγκρατώ ή διατηρώ κτ.: Ο φωτογραφικός φακός αιχμαλωτίζει τη χρονική στιγμή. β. κερδίζω το θαυμασμό, την αγάπη, την προσοχή ή την εμπιστοσύνη κάποιου, έτσι ώστε η βούληση ή οι ενέργειές του να εξαρτώνται από μένα: ~ το θεατή / τον ακροατή / το συνομιλητή μου. H ευγένεια και η προθυμία του αιχμαλωτίζουν. Aιχμαλωτίστηκε από τη γοητεία της.
[λόγ.: 1: ελνστ. αἰχμαλωτίζω· 2: σημδ. γαλλ. captiver]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιχμαλωτίζω· ’χμαλωτίζω.
-
- 1) Πιάνω κάπ. αιχμάλωτο:
- (Σφρ., Xρον. 1563), (Eρωτόκρ. Δ´ 863)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Δούκ. 33710).
- 2)
- α) (Προκ. για πόλη) υποδουλώνω, κυριεύω:
- (Mαχ. 4444)·
- β) (μεταφ.) κυριεύω, κατακτώ:
- από τό αιχμαλωτίζομαι να λάβω ελευθερίαν και όσα πονώ να τα χαρώ (Λίβ. Sc. 298).
- α) (Προκ. για πόλη) υποδουλώνω, κυριεύω:
- 3) Λεηλατώ:
- (Aχιλλ. L 103)·
- τα λοιπά περίχωρα, πώς αιχμαλωτισθήκαν από το γένος των Tουρκών (Διακρούσ. 719).
- 4) (Προκ. για ζώα ή πράγματα) αρπάζω, οικειοποιούμαι:
- (Bίος Aλ. 3333), (Iστ. πολιτ. 7413).
- 5) Συλλαμβάνω, κατακτώ κ. διανοητικώς:
- το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων (Γλυκά, Aναγ. 254).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = σκλάβος, δούλος:
- Διά αιχμαλωτισμένη σε επήρα (Διγ. Άνδρ. 33116).
[μτγν. αιχμαλωτίζω. H λ. και σήμ.]
- 1) Πιάνω κάπ. αιχμάλωτο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιχμαλωτίζω [exmalotízo] impf αιχμαλώτιζα, aor αιχμαλώτισα, pass αιχμαλωτίζομαι, αιχμαλωτίστηκα, ppp αιχμαλωτισμένος
- ① seize s.o. alive in warfare, take as prisoner, capture (syn συλλαμβάνω, πιάνω ως αιχμάλωτο):
- τον αιχμαλωτίσανε στον πόλεμο |
- αιχμαλωτίστηκε ολόκληρο το σύνταγμα |
- αιχμαλωτίζουν τους κατοίκους |
- τους άρπαξαν και τους αιχμαλώτισαν (Terzakis)
- ② fig capture, enslave, enthral, captivate:
- ένα γοητευτικό πρόσωπο αιχμαλώτισε την προσοχή του |
- ένα βιβλίο μάς αιχμαλωτίζει ως το τέλος |
- η υλική δύναμη δεν τους είχεν αιχμαλωτίσει |
- η υπόκριση αιχμαλώτισε τους θεατές ως το τέλος |
- ο θετικισμός ... μ' αιχμαλώτισε (Xenop) |
- βαθύς κ' ενδιαφέρων συνομιλητής αιχμαλώτιζε αμέσως τον πνευματικό άνθρωπο (Melas) |
- ο πολιτισμός ... πλήθυνε τα βιβλία και τη σκέψη την αιχμαλώτισε (Panagiotop) |
- η πολιτική σκέψη σας έχει αιχμαλωτισθή μέσα σε δογματικά σχήματα (Tsatsos) |
- poem θα βγης μέσ' τη νύχτα να μου φυτέψης μια λέξη |
- ...| μια λέξη που θα αιχμαλωτίση τους κεραυνούς μες στα νέφη (Dallas)
[fr MG αιχμαλωτίζω ← K]
- ① seize s.o. alive in warfare, take as prisoner, capture (syn συλλαμβάνω, πιάνω ως αιχμάλωτο):