Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροικώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αγροικώ· γροικώ· εγροικώ.
  • I.
    • 1)
      • α) Kαταλαβαίνω, κατανοώ:
        • Δε σου γροικώ, αδερφέ μου (Kατζ. Δ´ 237· Eρωτόκρ. Δ´ 691
      • β) (μέσ.) συνεννοούμαι:
        • πολλοί αμιράδες δεν εγροικούντα μετά του (Mαχ. 6222
        • φρ. γροικώ λογαριασμό = σκέφτομαι λογικά:
          • (Eρωτόκρ. Δ´ 854).
    • 2) Aντιλαμβάνομαι:
      • ασηκώθηκα δίχως να με γροικήσει (Kατζ. A´ 325).
    • 3)
      • α) Kρίνω, θεωρώ:
        • στην οικουμένην όλην … αφέντην με γροικούσι (Διακρούσ. 738
      • β) υπολογίζω, θεωρώ σημαντικό, εκτιμώ:
        • ερίχνασί του τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54213· Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. γ´ [88]
      • γ) προβλέπω:
        • δεν εγροικά κανείς μ’ αυτούς (ενν. τους πτωχούς) να διαφορεύσει (Σαχλ. B´ P 153
      • δ) κρίνω σωστό:
        • ουδέν γροικά να τον πλερώσει (Aσσίζ. 2534
      • ε) προτίθεμαι:
        • γροικώ να πω τα συνεργήματά σας (Θησ. (Foll.) I 3).
    • 4)
      • α) Ξέρω:
        • ρωμαίικα … δεν εγροίκα (Iστ. πατρ. 1147· Δεφ., Λόγ. 422
      • β) μπορώ (να κάνω κ.):
        • δεν το γροικά (ενν. ο θεός) να κρίνει (ενν. τη διαφορά) (Φορτουν. Iντ. β´ 40).
  • II.
    • 1)
      • α) Aισθάνομαι:
        • χαρά πολλά μεγάλη γροικά η καρδιά μου (Φορτουν. E´ 146
        • (μέσ.):
          • καλά εγροικάτο (Eρωτόκρ. Γ´ 32
      • β) αντιλαμβάνομαι κ. με τις αισθήσεις:
        • εγροικούντα … σεισμοί (Διήγ. πανωφ. 60
        • βρόμον γροικούμεν (Διήγ. ωραιότ. 293
      • γ) ξυπνώ:
        • (Φαλιέρ., Iστ. 440
      • δ) υπομένω:
        • πώς να γροικήσω (ενν. τους πόνους); (Θυσ. 115).
    • 2) Διαισθάνομαι, προαισθάνομαι:
      • πώς το γροίκα η καρδιά … πως θε να λάβεις θάνατον (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51223).
  • III.
    • 1)
      • α) Aκούω:
        • να μη γροικού τ’ αφτιά μου (Θυσ. 178
      • β) ακούω με προσοχή:
        • εγροίκαν λειτουργιάν (Bουστρ. 503
      • γ) κάνω κάπ. να ακούσει:
        • να τους αγροικήσω τα λόγια μου (Πεντ. Δευτ. IV 10
      • δ) (σε προστ.) πρόσεχε!:
        • Γροίκα …, το λιθάριν τό φουμίζουν έχει σκώληκαν απέσω (Πτωχολ. P 180
      • ε) εισακούω:
        • παρακάλια δε γροικά (ενν. ο Θεός) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 15724
      • στ) υπακούω:
        • την ορδινιά τ’ αφέντη να γροικήσουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5204).
    • 2) Δίνω τη δυνατότητα σε κάπ. ν’ ακουστεί:
      • η αυλή ουδέν πρέπει να του γροικήσει (Aσσίζ. 333).
    • 3) Πληροφορούμαι:
      • ν’ αγροικήσομεν περί της υγείας σου (Mαχ. 28633).
    • 4) (Mέσ.) ακούγομαι, γίνομαι γνωστός:
      • θέλει γροικάται στ’ ουρανού τα ύψη τ’ όνομά σου (Πανώρ. Γ´ 621).

[αβέβ. ετυμ.· βλ. Θαβώρης, Δωδώνη 7, 1978, 213-233 και Aλεξίου 1981: IV 9. O τ. γροικώ στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αγροικώ). O τ. εγροικώ και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, ό.π.). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (νεότ. γρ. (α)γρι‑)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροικώ [aγrikó] (& αγροικάω & γροικώ) ipf (α)γροικούσα & αγροίκαγα, ppr αγροικώντας, aor (α)γροίκησα, pass (α)γροικιέμαι & (α)γροικούμαι, ipf αγροικιόμουνα, (α)γροικήθηκα, ppp αγροικημένος & αγροικισμένος,
  • mostly region. & lit
  • ① comprehend, understand (syn αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω, νοιώθω, ξέρω):
    • idiom phr δε γροικάει πούθε παν τα τέσσερα he doesn't know whether he is coming or going |
    • folkt εσύ, τι ξέρεις και τι γροικάς; (Megas) |
    • το τι μόλεε ο πνευματικός δεν αγροικούσα (Papadiam) |
    • αϊτός το μάτι σου! αγροίκησες; (Vlachogiannis) |
    • poem ο ουρανός ολόκληρος αγροίκαε σαστισμένος (Solom) |
    • ... εθαρρούσε | πως όλα εμπρός της γύριζαν και από βαθιά γροικούσε (Markoras)
  • ⓐ feel (syn αισθάνομαι, νοιώθω):
    • η φύση των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια... από του λαού το στόμα· και η φιλοσοφία αγροίκησε αυτήν τη θέλησή της και την εκήρυξε στους ανθρώπους (Solom) |
    • ύστερα που μεγάλωσα κάπως δε γροικούσα πια τέτοιους φόβους (Palam) |
    • poem μέσ' την ψυχή την αγροικά σα σπίθα στη φωτιά της (id.) |
    • αγκαλά πνεύμα εγώ γυμνό, τη λάβρα σου αγροικάω (Markoras) |
    • και στο φως ξεψυχώντας της ειδής σου τη γλύκα θ' ~ του Παραδείσου (Mavilis) |
    • την ώρα που κατάλαβα την πρώτη αγάπη |...| γροίκησα τρόμο νέο σαν τη βασιλοπούλα (Palam) |
    • εγώ τη νιότη μου γροικώ | μέσ' τη δική σου νιότη (Malakasis) |
    • κ' ενός απ' όλους η φωνή | τόσον απόκοσμη αγροικήθη (Agras) |
    • μα κουρασμένα αν αγροικάς | τα ωραία σου μέλη | είν' εδώ, γνώριζε, σωροί | οι ασφοδέλοι (Skipis)
  • ⓑ notice, observe (syn αντιλαμβάνομαι, βλέπω, παίρνω είδηση):
    • δε μας αγροίκησε |
    • γροικάει το μόχθο της εργατιάς μέσα στο λιοπύρι του κάμπου (EIR Taxidia 16) |
    • (τον πάνθηρα) ολούθε οσμιζόμαστε και πουθενά δε γροικιέται (ZLorentzatos) |
    • folks. και το θεριό τ' αγροίκησε που ήτανε μέσ' τη λίμνη |
    • και κει γροικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη (Solom) |
    • γροικούν να ταράζη | του εχθρού τον αέρα | μιαν άλλη (id.) |
    • κ' ενώ στα βάθη της ψυχής τον ουρανό αγροικούσα, | χουμούν απάνου οι δαίμονες (Markoras) |
    • και πρωτόειδε ο πρώτος άνθρωπος | του ήλιου την ανατολή | και να της γλυκαποκρίνεται | γροίκησε μια μουσική (Palam)
  • ② mediop αγροικιέμαι come to an understanding, agree (syn συμφωνώ, συνεννοούμαι):
    • αγροικιέται με τη γυναίκα του |
    • οι Σουλιώτες αγροικήθηκαν και μ' εμάς (Makryg) |
    • είχα αγροικηθή με τον Πατερόπουλο κι άλλους Kρητικούς (id.) |
    • ν' αγροικηθή καθείς και με τους στρατιώτες του (Vlachogiannis)
  • ③ give ear to, listen (syn ακούω):
    • γροίκα τι σου λέω
  • ⓒ pass be listened to, be heard (syn εισακούομαι):
    • δεν αγροικιέται από τα παιδιά του
  • ④ hear (syn ακούω):
    • αγροικήθηκε η φωνή του παιδιού |
    • γροικάω το καρδιοχτύπι |
    • δε μας αγροικά |
    • αγροικήσανε το ντουφεκίδι they heard the rifle shots |
    • το μούγκρισμά τους γροικιέται σαν αδιάκοπη βροντή (Palam) |
    • όλα τούτα που θωρώ, γροικώ... είναι πλάσματα του νου μου (Kazantz) |
    • γροικούσε τη μυστική φωνή της φύσης, όταν διπλοκυμάτιζε κλ (MSigouros) |
    • ουδ' αγωγιάτη σαλαγή ουδέ κυπρί ζώου δεν αγροικάτο (Krystallis) |
    • έσκουζε να τόνε γροικήση ο ξωμάχος (Prevelakis) |
    • μονάχα κανένα μουκανητό γροικιόνταν απαλάργου (Vlami) |
    • folks. γροικώντας το τραγούδι σου, τον ήχο τ' αργαλειού σου (DPetrop) |
    • poem αγροικάει την ψαλμωδία | οπού δίδαξεν αυτή (Solom) |
    • ... αφρίζουν| τα νερά και τ' ~ | δυνατά να μουρμουρίζουν (id.) |
    • ξύπνα, αδελφή! τη σάλπιγγα | την ύστερη ~ (id.) |
    • καθώς η απάντεχη ποδοβολή αγροικήθη (Markoras) |
    • κι όπου φλογέρα έπαιζεν, η σάλπιγγα γροικιέται (Palam) |
    • συρτό σαν άγρια μουσική γροικώ το λάλημά σου (id.) |
    • θα το γροικήσ' η γειτονιά, θα το βουίξ' η χώρα (id.) |
    • ... άλλοι γροικάν τα νυχτοπούλια | και σπαρταράν (id.) |
    • μιαν ιστορία της κόλασης γροικήστε (id.) |
    • ... και στην κουφή, μεγάλη | σιγή... γροικήθη απελπισμένο, |... το γηλιομοιρολόι and in the hollow hush was heard... despairing the sun's lament (Kazantz Od 24.1412-14) |
    • ... αιφνίδια λέω | μωρού παιδιού πως αγροικιέμαι κάποιο κλάμα (Sikel) |
    • και κει γροικώ κάτι σαν δόντια να χτυπούν του τρόμου (Gryparis) |
    • ω τραγουδάκι πλάνο, | ποιος σ' αγροικεί | στην ερημία εκεί; (Malakasis)
  • ⑤ pay attention, heed, obey (syn προσέχω, ακούω, υπακούω):
    • γροίκα τον πατέρα σου |
    • gnom, region. που του γονιού του δε γροικά κακός κακού θα πάγη |
    • folks. ο Γιάννης δεν αγροίκησε της μάνας του τα λόγια |
    • poem την αγάπησε και τόσο, που καμιά | συμβουλή ή φοβέρα δε γροικά (Malakasis) |
    • φωνάζω, μα οι παλιοί δε μ' αγροικούνε (Zevgoli)
  • ⑥ have a certain name, be called (syn ονομάζομαι)

[fr late MG αγροικώ / γροικώ, this prob transformed fr *αγροικ-ίζω, der of *αγροικός 'comprehending, understanding, intelligent'; cf ξυπνώ fr εξυπν-ίζω: έξυπνος; verbs in -ώ (-έω, -άω) do not derive fr nouns & adjs in MG & ModG]

[Λεξικό Κριαρά]
αγροίκως, επίρρ.
  • Έκφρ. εις αγροικότερον = σε λαϊκή γλώσσα:
    • (Χρονογρ. 241).

[αρχ. επίρρ. αγροίκως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες