Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάσταγα [avástaγa] adv
- impatiently, impetuously, wildly; unbearably:
- poem με τα φτερούγια του όνειρου κι ~ πετώντας | περνώ αποπάνου από καιρούς κλ (Palam) |
- μια βουή από πυκνές ομάδες θρύλων | όρμησε στην καρδιά μου που βαραίνει ~ | απ' τις συνοικιακές καντάδες των μαθητών (NPappas).
- impatiently, impetuously, wildly; unbearably: