Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκθλιψη 1 η [ékθlipsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του εκθλίβω 1, η υποβολή καρπών σε ισχυρή πίεση, για να αποβάλουν το χυμό τους.
[λόγ. < αρχ. ἔκθλιψις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκθλιψη 2 η : (γραμμ.) το φαινόμενο της αποβολής του τελικού φωνήεντος μιας λέξης, λόγω συμπροφοράς του με το αρχικό όμοιο ή διαφορετικό δυνατότερο φωνήεν της επόμενης: Tα άρθρα “το”, “τα” παθαίνουν ~. Στον κοινό και επιστημονικό γραπτό λόγο δεν είναι ανάγκη να σημειώνονται όλες οι εκθλίψεις που λέγονται στον προφορικό.
[λόγ. < ελνστ. ἔκθλιψις (-σις > -ση) (σύγκρ. έκθλιψη 1)]