Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρος1 [áoros] ο, (L)
- person having died untimely or prematurely:
- προς τα νησιά των Mακάρων, όπου μαζί με τους σοφούς ζουν και οι αδικοθάνατοι άωροι (Karouzou)
[fr kath άωρος ← AG, substantiv. m of άωρος2]
- person having died untimely or prematurely:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρος2, -η, -ο [áoros] (L)
- ① untimely, inopportune (syn άκαιρος 1, ανεπίκαιρος, παράκαιρος)
- ⓐ untimely, premature, early (syn πρόωρος):
- πληροφορούμαι από την εφημερίδα τον εξαφνικό και τον άωρο θάνατο του αγαπημένου σας αδελφού (Palam)
- ② unripe, green (syn αγίνωτος 2, άγουρος 1, ανώριμος 1):
- fig όποιος δρέψει άωρο τον καρπό του γενετησίου ενστίκτου, δεν θα γνωρίσει ποτέ την ασύγκριτη ηδονή του μεστωμένου έρωτος (Katsigra)
- ⓑ not fully developed, immature, stunted (syn αγίνωτος 3, ανώριμος 1b):
- η πολιτική τους ανάπτυξη έχει μείνει κάπως άωρη (Christidis)
[fr kath άωρος ← K (also pap), AG, cpd w. pref ἀ- and Sρα]