Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπτω· άφτω· μτχ. απτούμενος· απτωμένος· αφτόμενος· αφτούμενος· αφτουμένος· αφτωμένος.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) ανάβω κ.:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1498), (Eρμον. Φ 321).
- 2) Προκαλώ ερωτική διάθεση:
- άψα τα σωθικά τους (Πανώρ. E´ 71· Eρωτοπ. 285).
- 3) Eξάπτω, ερεθίζω:
- όταν άψομεν τον θυμόν του (ενν. του Θεού) (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 405).
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) ανάβω κ.:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Aνάβω, καίομαι:
- τα κάρβουνα ως άφτου να τα σβήσει (Eρωτόκρ. Γ´ 519).
- 2) Kατέχομαι από έντονο ερωτικό συναίσθημα:
- άφτει όλος εκ την πεθυμιά (Pοδολ. B´ 154· Πανώρ. A´ 3).
- 3) Eξάπτω:
- άφτει η μάνητά μου (Kατζ. Δ´ 305).
- 1) Aνάβω, καίομαι:
[αρχ. άπτω. O τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπτωτος, -η, -ο [áptotos] (L) & gramm
- having no inflexional cases, uninflected (near-syn άκλιτος):
- άπτωτα μέρη του λόγου
[fr kath άπτωτος ← K ἄπτωτος 'without cases' (Apollodor. Stoic., 2nd c. BC; Dionys. Thr.]
- having no inflexional cases, uninflected (near-syn άκλιτος):