Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνθιση η [ánθisi] Ο33 : η άνθηση.
[λόγ. ανθι- (ανθίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνθιση [ánθisi] η, (sp. also άνθηση) pl ανθίσεις
- ① blossoming, flowering, bloom (syn ανθηρότητα 1, άνθισμα 1, ανθοφορία L, λουλούδισμα):
- η ~ της αμυγδαλιάς, της λεμονιάς κλ |
- εποχή της άνθισης |
- η χινοπωριάτικη ~ έκανε τα φύλλα της καστανιάς κοκκινωπά (Myriv) |
- η δεντροστοιχία των κυπαρισσιών είναι μοσχολουσμένη από τις πέργολες των ρόδων και των γιασεμιών, που βρίσκονται στην άνθισή τους (Melas) |
- τα γυμνά δέντρα φέρνουν φυλλώματα από κρυσταλλωμένα χιόνια που απομιμούνται παράξενες ανθίσεις (Ouranis) |
- ο κήπος του Kεραμεικού προκαλεί πιο πολύ με την άνθισή του παρά με το βασιλικό και τον αυτοκρατορικό θρύλο του (Fteris) |
- poem της ευωδιάς αιθεροπόταμο, κρατήσου· | δεν έτρεξες, δεν πότισες την άνθισή μας (Palam) |
- ποταμοί λουλουδένιοι πλάι στα τρεχούμενα | ρυάκια, στα κλήματα, λευκές, δοξαστικές | ή ρόδινες οι ανθίσεις των ροδοδαφνών (Papatsonis)
- ② fig bloom, freshness, vigor (syn in ανθηρότητα 2):
- εφηβική ~ |
- πλήρης ~ |
- κορίτσι στην πρώτη του ~ |
- ο Π. πανηγυρίζει την ωραία ~ της νιότης (Chourmouzios) |
- υπήρξαν καιροί που κι αυτός γνώρισε την ~ των εικοσιπέντε χρόνων του (Palaiologos) |
- poem στην άνθισή μου φορώ στεφάνι | το μαρασμό (Polydouri)
- ⓐ flowering, bloom, flourishing, prosperity (syn ανθηρότητα 2b):
- ~ του εθνικισμού, του πολιτισμού, της ποίησης, της βιομηχανίας, του εμπορίου, του θεάτρου, των ανθρωπιστικών σπουδών, των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών |
- ~ καλλιτεχνική, λογοτεχνική, οικονομική, πνευματική, πολιτιστική |
- στην άνθισή της η φιλοσοφία της ιστορίας φτάνει τους δύο προηγούμενους αιώνες (Papanoutsos) |
- κάτω απ' την προστασία της χριστιανικής Aυτοκρατορίας η μονή του Σινά γνώρισε ~ και χρόνια αδιατάρακτης ειρήνης και ελευθερίας (Theotokas) |
- η ~ των μαθηματικών προηγήθηκε από την ~ της πειραματικής επιστήμης (Evelpidis) |
- η χορογραφική λαογραφική έρευνα βρίσκεται σε ~ στις ξένες χώρες (Loukatos) |
- είναι φυσικό πίσω από την ~ να σέρνεται ο μαρασμός (ChZalokostas) |
- υπάρχουν στην Eυρώπη λαοί που οφείλουν αποκλειστικά στο Bυζάντιο την άνθισή τους (Athanasiadis-N) |
- η κατεργασία του μετάλλου αυτή την εποχή και η διακοσμητική βρίσκονται σε ~ (Varelas)
[fr kath άνθισις bes άνθησις ← MG άνθηση ← K ἄνθησις, der of AG ἀνθῶ (-έω) w. suff -ησις and άνθισις, der of ανθίζω]
- ① blossoming, flowering, bloom (syn ανθηρότητα 1, άνθισμα 1, ανθοφορία L, λουλούδισμα):