Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμορος1, -η, -ο [ámoros] &, ess freq άμουρος) region.
- unseen, invisible (syn άφαντος):
- έγινε ~ |
- ~ να γίνεις! (curse) |
- θα πάρω τα μάτια μου και θα γίνω ~ |
- ~ είχε γίνει και δεν ακούστηκε πια (Papadiam)
[perh fr άμοιρος (cf also AG ἄμορος 'without a lot or share in sth' & 'luckless')]
- unseen, invisible (syn άφαντος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμορος2, -η, -ο [ámoros] region. (Ep,
- Peloponn etc)
- ① luckless, wretched (syn άμοιρος, άτυχος, κακορίζικος):
- gnom στον άμορο τον τόπο το Mάη μήνα χιόνιζε
- ② of bad quality, bad:
- άμορο πράμα, άμορο χωράφι, άμορο αρνί.