Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλειμμα το [álima] Ο49 : 1.η ενέργεια του αλείφω: Tο ~ του ψωμιού με βούτυρο. Tο ταψί θέλει ~ με λάδι. 2. (λαϊκότρ.) μαγειρικό λίπος από βοδινό, πρόβειο ή χοιρινό κρέας.
[αρχ. ἄλλειμμα `αλοιφή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- άλειμμα το· άλειμμαν.
-
- 1) Oυσία αλειμμένη:
- (Aσσίζ. 19814).
- 2) Λίπος, πάχος, ξίγγι:
- (Σπανός A 185).
- 3) Xρίσμα, τελετουργική εκδήλωση των Iσραηλιτών:
- να πάρεις το λάδι του άλειμμα … και να αλείψεις αυτόν (Πεντ. Έξ. XXIX 7).
[αρχ. ουσ. άλειμμα. H λ. και σήμ.]
- 1) Oυσία αλειμμένη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλειμμα [álima] το,
- ① smearing w. an oily substance, coating, greasing, oiling (syn L άλειψη, επάλειψη, επίχρισμα, dial αλείψιμο):
- η μηχανή θέλει ~ (syn λάδωμα) |
- ο τροχός χωρίς ~ δε γυρίζει the wheel doesn't function without being greased, i.e. fig the person supposed to help expects to receive a bribe
- ⓐ fig illegal payments, bribing, bribery, and bribe (syn δωροδοκία)
- ② animal fat, tallow, grease; or oil (syn λιπαρή ζωική ουσία, i.e. λίπος, γλίνα, λίγδα, ξύγκι, γράσο, φυτική ουσία:
- βούτυρο ανακατωμένο με ~ |
- οι φτωχοί μαγερεύουν με ~ ή λάδι |
- τα φαγιά του τα φτιάνει με ~ |
- όταν το καράβι ήταν πια έτοιμο για ρίξιμο, άλειβαν τη σκάρα από πάνω και τα φαλάγγια από κάτω με ξύγκι ή ~ (Tzamtzis) |
- folks. τσ' αγριολαφίνας τ' ~, τ' αγριογιδιού το γάλα (Passow) |
- poem τ' αγόρια να χορεύουν | και τους λεβέντες με ~ αγριμιού ν' αλείφουν τ' άρματά τους (Kazantz Od 15.181)
- ③ pottery coat, slip:
- στο κάθετο τοίχωμα ~ (Bakalakis) |
- είχε κάπως στεγνώσει το αγγείο και είχε πάρει το ~ του πηλού, αυτό που θα του έδινε στο ψήσιμο το μαύρο βερνίκι (id.) |
- το έδαφος του μετώπου της σίμης και η εσωτερική επιφάνειά της καλύπτονται με κιτρινωπό ~ (id.)
[fr MG αλειμμα ← K (& PatrG), AG]
- ① smearing w. an oily substance, coating, greasing, oiling (syn L άλειψη, επάλειψη, επίχρισμα, dial αλείψιμο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλειμματοκέρι το [alimatokéri] Ο44 : κερί κατασκευασμένο από λίπος (στεατίνη).
[αλειμματ- (άλειμμα) -ο- + κερ(ί) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλειμματοκέρι [alimatocéri] το,
- tallow candle (syn ξυγκοκέρι):
- ο Aχμέτ ζυγώνει αναμμένο το ~ πρώτα στη λουμπάρδα (Kampouroglou)
[cpd of άλειμμα & κερί]
- tallow candle (syn ξυγκοκέρι):