Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Φ*
1.409 εγγραφές [1261 - 1270]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοζωώ [fitozoó] Ρ10.9α : 1. ζω στερημένα, με ελάχιστα οικονομικά μέ σα: Mε το μισθό που παίρνει, η οικογένειά του φυτοζωεί. 2. (μτφ.) α. υπάρ χω υποτυπωδώς, σε πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης: Οι τέχνες και τα γράμματα φυτοζωούν. β. βρίσκομαι σε κατάσταση μαρασμού, παρακμής, σε φθίνουσα πορεία: Mε την εξάπλωση της τηλεόρασης και του βίντεο ο κινηματογράφος φυτοζωεί.

[λόγ. φυτο- + -ζωώ κατά το ελνστ. εὐζωῶ `ζω καλά΄ απόδ. γαλλ. végéter]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτολογία η [fitolojía] Ο25 : η βοτανική. || το αντίστοιχο σχολικό μάθημα και το βιβλίο.

[λόγ. < γαλλ. phytologie < phyto- = φυτο- + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτολογικός -ή -ό [fitolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυτολογία, στη βοτανική.

[λόγ. < γαλλ. phytologique < phytolog(ie) = φυτολογ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτολόγιο το [fitolójio] Ο40 : η συλλογή και η διατήρηση αποξηραμένων φυτών ή τμημάτων τους. || το αντίστοιχο μαθητικό τετράδιο ή άλμπουμ.

[λόγ. φυτο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. herbier]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοπαθολογία η [fitopaθolojía] Ο25 : επιστημονικός κλάδος που μελετάει τις ασθένειες των φυτών.

[λόγ. < γαλλ. phytopathologie < phyto- = φυτο- + pathologie = παθολογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοπλαγκτόν το [fitoplaŋgtón] Ο γεν. φυτοπλαγκτού (χωρίς πληθ.) : πλαγκτόν που αποτελείται από μικροσκοπικούς φυτικούς οργανισμούς (σε αντιδιαστολή προς το ζωοπλαγκτόν): Tα μολυσμένα νερά της Mεσογείου σκοτώνουν το ~ που βρίσκεται στο βυθό της.

[λόγ. < γαλλ. phytoplancton < phyto- = φυτο- + plancton = πλαγκτόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτορμόνη η [fitormóni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για τις φυτικές ορμόνες.

[λόγ. εν. < αγγλ. phytohormones < phyto- = φυτ(ο)- + hormones = ορμόνες]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοφάγος -α / -ος -ο [fitofáγos] Ε14 : (για ζώο) που τρέφεται μόνο με φυτικές ουσίες· (πρβ. σαρκοφάγος): Ο ελέφαντας είναι φυτοφάγο ζώο. Ο άνθρωπος είναι ~ και σαρκοφάγος. || (ως ουσ.) τα φυτοφάγα.

[λόγ. < γαλλ. phytophage < phyto- = φυτο- + -phage = -φάγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοφάρμακο το [fitofármako] Ο42 : φάρμακο που χρησιμοποιείται για την πρόληψη ή για την καταπολέμηση των ασθενειών των φυτών· γεωργικό φάρμακο: Ορισμένα φυτοφάρμακα περιέχουν επικίνδυνες ουσίες για την υγεία.

[λόγ. φυτο- + φάρμακον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτοφθείρες οι [fitofθíres] Ο25 : οι φυτόψειρες.

[λόγ. φυτο- + φθείρες (δες ψείρα)]

< Προηγούμενο   1... 125 126 [127] 128 129 ...141   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες