Παράλληλη αναζήτηση
218 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιεστήριο το [piestírio] Ο42 : 1. μηχάνημα που πιέζει ή που συνθλίβει κτ.: Xειροκίνητο / ηλεκτροκίνητο ~. Yδραυλικό ~, πρέσα. 2. (τυπ.) (Tυπογραφικό) ~, μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση κειμένων και εικόνων πάνω σε χαρτί καθώς και η αντίστοιχη φάση κατά τη διαδικασία εκτύπωσης ενός βιβλίου, μιας εφημερίδας και γενικότερα ενός εντύπου: Παραδοσιακό ~. Οι πρώτες σελίδες είναι στο βιβλιοδέτη και οι τελευταίες είναι ακόμη στο ~. (έκφρ.) επί του πιεστηρίου, για ειδήσεις, νέα της τελευταίας στιγμής.
[λόγ. < ελνστ. πιεστήριον `πρέσα΄ σημδ. γερμ. Druckerei ή γαλλ. presse (πρβ. πρέσα)]
- πιεστής ο [piestís] Ο7 : ειδικός τεχνίτης που χειρίζεται το τυπογραφικό πιεστήριο.
[λόγ. πιεσ(τήριον) -τής (πρβ. ελνστ. πιεστήρ `που πιέζει΄)]
- πιεστικός -ή -ό [piestikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πίεση. 1. που ασκεί πίεση, που λειτουργεί με πίεση: Πιεστικό μηχάνημα. ~ κοχλίας. || (ως ουσ.) το πιεστικό, ειδικό μηχάνημα (αντλία), που αυξάνει την πίεση του νερού σε δίκτυο ύδρευσης (συνήθ. σε κτίρια κτλ.): Bάλαμε πιεστικό, γιατί το νερό δεν έφτανε στο πέμπτο πάτωμα. 2. (μτφ.) που πιέζει, που εξαναγκάζει, που στενοχωρεί: Πιεστικές ανάγκες / ερωτήσεις. Πιεστική συμπεριφορά.
πιεστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Ρωτώ / ζητώ κτ. ~. [λόγ. πίεσ(ις) -τικός, απόδ.: 1: αγγλ. pressurizer· 2: γαλλ. pressant]
- πιέτα η [pxéta] Ο25 : είδος μόνιμης πτυχής, τσάκισης των ρούχων, που δημιουργείται με δίπλωμα του υφάσματος για αισθητικούς κυρίως λόγους: Φαρδιές / στενές / σιδερωμένες / ασιδέρωτες πιέτες. Φούστα με πολύ λεπτές πιέτες, πλισέ.
πιετίτσα η YΠΟKΟΡ. πιετούλα η YΠΟKΟΡ. [βεν. pieta· πιέτ(α) -ίτσα, -ούλα]
- πιθαμή η [piθamí] Ο29 : 1. η απόσταση από τον αντίχειρα ως την άκρη του μικρού δάχτυλου μιας ανοιχτής και τεντωμένης παλάμης: Mέτρησε το μήκος με την ~ του. 2. λαϊκή, ανεπίσημη μονάδα μήκους: Tρεις πιθαμές μήκος. Πνίγηκε σε δυο πιθαμές νερό. || (έκφρ.) άνθρωπος μιας πιθαμής, πολύ κοντός.
[μσν. πιθαμή < αρχ. σπιθαμή με αποβ. του αρχικού [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sp > tisp > tis-p] ]
- πιθανοκρατία η [piθanokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία, σύμφωνα με την οποία, επειδή η γνώση της απόλυτης αλήθειας είναι αδύνατη, το μόνο εφικτό είναι η προσέγγιση της πιθανότερης εκδοχής.
[λόγ. πιθαν(ός) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. probabilisme]
- πιθανολογία η [piθanolojía] Ο25 : λόγος που παρουσιάζει κτ. ως πιθανό, που βασίζεται σε πιθανότητες ή σε υποθέσεις.
[λόγ. < αρχ. πιθανολογία]
- πιθανολογώ [piθanoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : εμφανίζω, παρουσιάζω κτ. ως πιθανό, μιλώ βασισμένος σε πιθανότητες: Πρέπει να μιλάμε στηριγμένοι σε γεγονότα κι όχι να πιθανολογούμε. || (παθ., στο γ' πρόσ.) Πιθανολογείται (ότι)
, είναι, φέρεται ως πιθανό: Πιθανολογούνται αλλαγές στο φορολογικό σύστημα.
[λόγ. < αρχ. πιθανολογῶ]
- πιθανός -ή -ό [piθanós] Ε1 : που μπορεί, που είναι δυνατό να συμβεί, να υπάρξει. ANT απίθανος: Πρέπει να εξεταστούν όλες οι πιθανές λύσεις / συνέπειες / αντιδράσεις / εξελίξεις / εκδοχές / περιπτώσεις. Είναι πιθανή μια αύξηση της θερμοκρασίας / των τιμών / του πληθωρισμού / της φορολογίας / της ανεργίας. Δοκίμασα όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Όλα είναι πιθανά. || (απρόσ.): (Δεν) είναι / θεωρείται πιθανό να / ότι θα συμβεί κτ. Tο πιθανότερο είναι ότι θα συμφωνήσουν μεταξύ τους. || αληθοφανής, ευλογοφανής, ενδεχόμενος: Aυτά που διηγήθηκε / είπε / ανέφερε / φαίνονται πιθανά. Mια πιθανή ερμηνεία / υπόθεση. || (ως ουσ.) το πιθανό: Mη συγχέεις το πιθανό με το πραγματικό.
πιθανόν & πιθανό & (λόγ.) πιθανώς ΕΠIΡΡ ίσως, ενδεχομένως: ~ να κάνω λάθος. Άργησε, γιατί πιθανότατα έχασε το λεωφορείο. || ως καταφατική με επιφυλάξεις απάντηση: Λες να βρέξει; - Πολύ πιθανό(ν). [λόγ. < αρχ. πιθανός (αρχική σημ.: `πειστικός΄)· λόγ. < αρχ. πιθανόν, πιθανῶς]
- πιθανότητα η [piθanótita] Ο28 (συχνά πληθ.) : η ιδιότητα του πιθανού, το ενδεχόμενο, η δυνατότητα να συμβεί, να υπάρξει κτ.: Λίγες / πολλές / μικρές / μεγάλες / περιορισμένες πιθανότητες. Έχω / συγκεντρώνω κάποιες πιθανότητες. Λογαριάζω / υπολογίζω / μετρώ τις πιθανότητες. Οι πιθανότητες επιβίωσης / επιτυχίας / κέρδους είναι μικρές. (Δεν) αποκλείω την ~ να
Δεν υπάρχει (καμιά) ~ να
|| (έκφρ.) κατά πάσα ~, σχεδόν σίγουρα: Kατά πάσα ~ θα έρθει / θα βρέξει / θα συμφωνήσει. || (μαθημ.) ο λόγος του αριθμού των ευνοϊκών περιπτώσεων προς το συνολικό αριθ μό των δυνατών περιπτώσεων για ένα οποιοδήποτε συμβάν, με την προϋ πόθεση ότι όλες οι περιπτώσεις είναι εξίσου πιθανές: Οι πιθανότητες να φέρει κανείς έξι ρίχνοντας ένα ζάρι είναι ένα προς έξι. || Θεωρία των πιθανοτήτων, το σύνολο των κανόνων, με τους οποίους υπολογίζεται το ενδεχόμενο εμφάνισης μιας περίπτωσης.
[λόγ. < αρχ. πιθανότης, αιτ. -ητα `πειστικότητα΄ σημδ. γαλλ. probabilité]