Παράλληλη αναζήτηση
2.653 εγγραφές [391 - 400] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οκέλα η· νοκέλα.
-
- Κτήριο διώροφο ή με περισσότερους ορόφους, με μία κεντρική αυλή γύρω από την οποία υπάρχουν δωμάτια συν. για εμπόρους και ταξιδιώτες:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2263 (έκδ. νωκέλλα))·
- (ως ξενώνας μονής):
- (αυτ. 1214 (έκδ. νωκέλλαν)).
[<αραβ. wakâla (πβ. και γαλλ. okel, okela και okelle). Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κτήριο διώροφο ή με περισσότερους ορόφους, με μία κεντρική αυλή γύρω από την οποία υπάρχουν δωμάτια συν. για εμπόρους και ταξιδιώτες:
[Λεξικό Κριαρά]
- οκθρεμένος, μτχ.,
- βλ. εχθρεύω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όκιο το [óko] Ο39 : (ναυτ.) τρύπα στο πλευρό του πλοίου από την οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας.
[ιταλ. occhio (αρχική σημ.: `μάτι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- οκκιάλια τα.
-
- Ματογυάλια:
- Το φως μου … εκόντυνε δι’ αυτό βάνω οκκιάλια (Ευγέν. 27).
[<ιταλ. occhiali]
- Ματογυάλια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οκλαδόν [oklaδón] επίρρ. : (γυμν.) στάση, καθώς και το αντίστοιχο παράγγελμα, κατά την οποία κάποιος κάθεται στο έδαφος με τα πόδια λυγισμένα και σταυρωμένα προς τα μέσα.
[λόγ. < ελνστ. ὀκλαδόν]
[Λεξικό Κριαρά]
- οκνάς ο,
- βλ. κινάς.
[Λεξικό Κριαρά]
- οκνεύω.
-
— Βλ. και οκνώ.
- 1) Αδρανώ, αμελώ:
- να πιστέψεις τους λόγους … και να μηδέν οκνέψεις (Δεφ., Λόγ. 14· Τριβ., Ρε 347).
- 2) Τεμπελιάζω:
- χρεωστώ εγώ να σε δουλεύω … και να μηδέν οκνεύω (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 6).
- 3) (Μτβ.) καθυστερώ, αποφεύγω να κάνω κ.:
- πες μου το, μην τ’ οκνεύεις (Σκλέντζα, Ποιήμ. 152).
[<επίθ. οκνός + κατάλ. ‑εύω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ.)]
- 1) Αδρανώ, αμελώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- οκνηρεύω.
-
- Αδρανώ, αμελώ:
- (Διαθ. Νίκωνος 259).
[μτγν. οκνηρεύω]
- Αδρανώ, αμελώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οκνηρία η [okniría] Ο25 : έλλειψη ζωηρότητας και ενεργητικότητας· (πρβ. τεμπελιά).
[λόγ. < ελνστ. ὀκνηρία `δισταγμός΄ κατά τη σημ. του οκνηρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οκνηρία η· οκνηριά.
-
- 1) Τεμπελιά:
- 'ξάφες την οκνηριάν και πιάσε το κονδύλι (Γεωργηλ., Θαν. 472).
- 2) Ανία:
- το … υπέρμετρον (ενν. της γραφής) … τους αναγιγνώσκοντας εις οκνηρίαν τους βάλλει (Σπαν. (Μαυρ.) P 475).
[μτγν. ουσ. οκνηρία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τεμπελιά: