Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο
2.653 εγγραφές [2131 - 2140]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστρακολογία η [ostrakolojía] Ο25 : 1. (ζωολ.) κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των οστράκων1. 2. (φιλολ.) κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση των κειμένων που σώζονται σε όστρακα2.

[λόγ. < γαλλ. ostracologie (στη σημ. 1) < αρχ. ὄστρακο(ν) + -logie = -λογία]

[Λεξικό Κριαρά]
όστρακον το.
  • 1) Θραύσμα πήλινου αγγείου:
    • (Ιερακοσ. 4902, 49427).
  • 2) Μίγμα από άμμο και κεραμίδια (πβ. αστράκιον):
    • λαβών ιδίαις χερσί το άσβεστον μετά του οστράκου … έβαλεν επί το θεμέλιον (Hagia Sophia α 44215· k 47616).
  • 3)
    • α) Το σκληρό περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, υδρόβιων και χερσαίων:
      • (Ιερακοσ. 36611, 4933), (Βίος Αλ. 4348
    • β) (προκ. για το οστό της σουπιάς):
      • Σηπίας όστρακον (Ιερακοσ. 39715).

[αρχ. ουσ. όστρακον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστρακοφόρος -α / -ος -ο [ostrakofóros] Ε14 : για ζώα που περιβάλλονται από όστρακο1.

[λόγ. < νλατ. (πληθ.) ostracophori < αρχ. ὄστρακο(ν) + -phori, πληθ. του -phoros = -φόρος (διαφ. το αρχ. ὀστρακοφορία `ψηφοφορία με όστρακα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
οστρείδι(ον) το.
  • Στρείδι:
    • των οστρακοδερμάτων, ήγουν κοχύλων, οστρειδίων και άλλων (Αγαπ., Γεωπον. 170).

[<αρχ. ουσ. όστρεον + κατάλ. ‑ίδιον. Τ. αστρείδι στο Somav. (‑ί‑). Τ. ‑ι στο Βλάχ. (‑ί‑). Τ. ‑ιν και άλλοι τ. της λ. σήμ. ποντ. Τ. στρείδι στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Οστρείδιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. οστρείδιον με αλλαγή γένους:
    • Οστρειδίου του καστροφύλακος (Οψαρ. 3615).
[Λεξικό Κριαρά]
οστρειδομυδίτσια τα.
  • Στρείδια και μύδια·
    • (εδώ θωπευτ.):
      • εσθίομεν … φακήν με τα οστρειδομυδίτσια (Προδρ. IV 322).

[<ουσ. οστρείδι(ον) + (ο)μύδι(ον) (<μτγν. μύδιον) + κατάλ. ‑ίτσια. Ο εν. ον στο Du Cange (-τζ-)]

[Λεξικό Κριαρά]
οστρειοτήριος, επίθ.
  • Πορφυρός:
    • οστρειοτήριον βλαντί (Θησ. ΙΆ [293]).

[<αρχ. ουσ. όστρειον ή όστρεον αναλογ. με επίθ. σε ‑τήριος. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑οιο‑)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όστρεο το [óstreo] Ο40 : (λόγ.) το στρείδι.

[λόγ. < αρχ. ὄστρεον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστρεοκαλλιέργεια η [ostreokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια και εκτροφή στρειδιών σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις.

[λόγ. όστρε(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. ostréiculture (ostréi- < αρχ. ὄστρεον)]

[Λεξικό Κριαρά]
όστρεος ο.
  • Είδος στρειδιού·
    • (εδώ) μαργαριτοφόρο στρείδι:
      • έστι κόγχος εν τῃ θαλάσσῃ λεγόμενος όστρεος (Φυσιολ. 36617).

[<αρχ. ουσ. όστρεον με αλλαγή γένους. Η λ. στο Steph. (λ. ‑ειος)]

< Προηγούμενο   1... 212 213 [214] 215 216 ...266   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες