Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
1.541 εγγραφές [131 - 140]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναύαρχος ο [návarxos] Ο20α : (στρατ.) ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του πολεμικού ναυτικού, τον οποίο στην Ελλάδα φέρει μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Aμύνης, όποτε προέρχεται από το πολεμικό ναυτικό.

[λόγ. < αρχ. ναύαρχος]

[Λεξικό Κριαρά]
ναύαρχος ο· ναυάρχος.
  • Αρχηγός στόλου:
    • ο ουν των Ενετών στόλος είχε ναυάρχον … (Ψευδο-Σφρ. 22823).

[αρχ. ουσ. ναύαρχος. Για τον τ. πβ. ναυάρχης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναύκληρος ο [náfkliros] Ο20α : βαθμοφόρος του εμπορικού ή του πολεμικού ναυτικού που επιβλέπει τις εργασίες για τη συντήρηση του πλοίου· λοστρόμος.

[λόγ. < αρχ. ναύκληρος `καραβοκύρης, καπετάνιος, πιλότος καραβιού΄ (παρανόηση της σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ναύκληρος ο· ναύκλερος· νάφλερος.
  • 1) Καραβοκύρης:
    • να γένουμουν και ναύκλερος και να 'χα μέγαν κέρδος (Προδρ. III 197-18 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) Κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος:
    • ναύκληρον ουκ είχαμεν να κυβερνά το πλοίον (Πουλολ. 540
    • (σε παροιμ. χρ.):
      • όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι …, τότες γνωρίζεται ο καλός ναύκλερος (Ερωφ. Γ́ 51
    • (σε μεταφ.):
      • (Ροδολ. Β́ 67
      • μ’ εδιάλεξε ογιά ναύκλερο στα τόσα βάσανά του, εκ το λιμνιώνα, όσο μπορώ, θα φεύγω του θανάτου (Ροδολ. Γ́ 167
    • έκφρ. μέγας ναύκλερος = καπετάνιος:
      • (Ιων. I 6).
  • 3) Ναυτικός (πιθ. ναύτης):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24211).

[αρχ. ουσ. ναύκληρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ναυκράτης ο· ?αφκράτης.
  • Είδος ψαριού:
    • Οψάριον … λεγόμενον αφκράτης· … από του κρατείν την ναυτικήν (Φυσιολ. (Legr.) μετά στ. 425).

[μτγν. ουσ. ναυκράτης = αρχ. εχενηίς (Κυρανίδες [Kaimakis] I 13, 11· βλ. και L‑S, στη λ.). Ο τ. με αποβολή του ν, αν όχι εσφαλμ. γρ.· κατά Legrand <πρόθ. από + κρατώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναύλα τα [návla] Ο39 : το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου· (πρβ. ναύλος): Πόσα είναι τα ~ με το καράβι / με το τρένο / με το αεροπλάνο; Θα σου κάνω εγώ τα ~, θα σου τα πληρώσω. Δεν έχει να πληρώσει ούτε τα ~ του (στο λεωφορείο), είναι τελείως αδέκαρος.

[ελνστ. ναῦλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλαγορά η [navlaγorá] Ο24 : α.ο τόπος όπου συνάπτονται συμφωνίες για ναυλώσεις. β. η γενική κατάσταση στον τομέα των ναυλώσεων, που επικρατεί σε ένα δεδομένο χώρο και χρόνο.

[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + αγορά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλολόγιο το [navlolójio] Ο40 : πίνακας που αναγράφει τις τιμές των ναύλων για τη μεταφορά επιβατών καθώς και εμπορευμάτων με τις θαλάσσιες συγκοινωνίες.

[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + -λόγιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλομεσίτης ο [navlomesítis] Ο10 θηλ. ναυλομεσίτρια [navlomesítria] Ο27 : αυτός που κάνει το μεσίτη για ναυλώσεις πλοίων.

[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + μεσίτης· λόγ. ναυλομεσί(της) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλομεσιτικός -ή -ό [navlomesitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ναυλομεσίτη: Nαυλομεσιτικό γραφείο. || (ως ουσ.) τα ναυλομεσιτικά, η αμοιβή του ναυλομεσίτη.

[λόγ. ναυλομεσίτ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...155   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες