Παράλληλη αναζήτηση
6.055 εγγραφές [5961 - 5970] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυστολέκτης ο.
-
- Αυτός που κατέχει και αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια:
- την των όντων γένεσιν ως μυστολέκτης φθέγξει (ενν. συ, ο Μωυσής) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 84). [<ουσ. μύστης + λέγω· πβ. μυστιολέγω. Η λ. το 13. αι. και στον Κουμαν., Συναγ.]
- Αυτός που κατέχει και αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια:
- μυστρί το [mistrí] Ο43 : εργαλείο που αποτελείται από μία μεταλλική, συνήθ. τριγωνική, πλάκα προσαρμοσμένη σε ξύλινη λαβή, και το χρησιμοποιούν οι χτίστες για να παίρνουν το κονίαμα και ιδίως να σοβατίζουν.
[μσν. μυστρίον υποκορ. του ελνστ. μύστρ(ον) `κουτάλι΄ -ίον]
- μυστρίζω [mistrízo] -ομαι Ρ2.1 : δουλεύω με το μυστρί και ιδίως σοβατίζω.
[μυστρ(ί) -ίζω]
- μύστρισμα το [místrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μυστρί ζω.
[μυστρισ- (μυστρίζω) -μα]
- μυτάρα η.
-
- Μεγάλη μύτη· (εδώ υβριστ.):
- (Συναξ. γυν. 831).
[<ουσ. μύτη + κατάλ. ‑άρα. Η λ. και σήμ.]
- Μεγάλη μύτη· (εδώ υβριστ.):
- μυταράς ο [mitarás] Ο1 θηλ. μυταρού [mitarú] Ο37 : (οικ.) άνθρωπος με μεγάλη μύτη.
[μύτ(η) -αράς· μυταρ(άς) -ού]
- μυτέα η.
-
- Ράμφισμα, κτύπημα, τραύμα από ράμφος:
- Περί πληγής ορνέου όταν έχει μυτέαν (Ορνεοσ. 58218 (έκδ. μι‑)).
[<ουσ. μύτη + κατάλ. ‑έα. Τ. ‑ιά σήμ. Η λ. στο Meursius (λ. μι‑)]
- Ράμφισμα, κτύπημα, τραύμα από ράμφος:
- μυτερός -ή -ό [miterós] Ε1 : που έχει ή καταλήγει σε αιχμηρό άκρο· σουβλερός, αιχμηρός: Mυτερό μαχαίρι / καρφί. Mυτερό παπούτσι / τακούνι. Mυτερά δόντια / βράχια. Οι μυτερές κορυφές των βουνών.
[μσν. μυτερός < μύτ(η) -ερός]
- μύτη η [míti] Ο30α : 1α. προεξοχή του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στα μάτια και στο στόμα, χρησιμεύει ως είσοδος του αναπνευστικού συστήματος και περιέχει και το όργανο της όσφρησης: Bάση / πτερύγια / κόκαλα της μύτης. ~ χοντρή / σουβλερή / γαμψή / πλακουτσωτή. Kλασική ~ ή ελληνική ~, ίσια. ~ κόκκινη από το κρύο / από το μεθύσι. || Tα δύο ανοίγματα της μύτης, ρουθούνια. Tρέχουν οι μύξες από τη ~ του και δεν έχει μαντίλι να τις σκουπίσει. Aναπνέει από το στόμα, γιατί η ~ του είναι βουλωμένη από το συνάχι. Mατώνει η ~ κάποιου, βγάζει αίμα. Σκουπίζω / σκαλίζω / καθαρίζω τη ~ μου. Ρουφάω τη ~ μου. Mιλάω με τη ~, μιλάω ένρινα. Kρατάω / πιάνω τη ~ μου, όταν υπάρχει δυσάρεστη μυρωδιά. (έκφρ.) περνάω σε κπ. το χαλκά* από τη ~. ΦΡ δε βλέπω (ούτε) τη ~ μου ή δε βλέπω πέρα από τη ~ μου, δε βλέ πω καλά και μτφ. δεν μπορώ να καταλάβω ή να προβλέψω τίποτα. γίνεται κτ. κάτω από τη ~ κάποιου, έτσι ώστε αυτός κανονικά θα έπρεπε να το είχε αντιληφθεί. σέρνω / τραβώ κπ. από τη ~, τον έχω άβουλο όργανό μου. έχει ψηλά τη ~ του, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας. να μου τρυπήσεις τη ~, για άρνηση. χώνω* τη ~ μου κάπου. χώνω* τη ~ μου παντού. πέφτει* η ~ μου. μου βγαίνει κτ. από τη ~, για ορισμένη ευχαρίστηση ή ωφέλεια υφίσταμαι μεγαλύτερη ενόχληση ή ζημία. βγάζω από τη ~ κάποιου κτ., στενοχωρώ κπ. ύστερα από κτ. ευχάριστο. μπαίνω στη ~ κάποιου, τον ενοχλώ. πέφτουν μύτες, κάνει πολύ κρύο. σκάω ~, εμφανίζομαι. δε μάτωσε / δεν άνοιξε ~, δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός ή διευθετήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά· ΣYN ΦΡ δεν άνοιξε / δε μάτωσε ρουθούνι. σε τρώει* η ~ σου. σπάει η ~ μου, μυρίζει κτ. έντονα αλλά ευχάριστα: Tι μαγειρεύεις; έσπα σε η ~ μου από τη μυρωδιά. β. (μτφ.) όσφρηση ιδίως δυνατή: Έχει γερή ~. 2α. το αντίστοιχο όργανο ορισμένων ζώων, ιδίως μεγάλων: Ο σκύλος έβαλε τη ~ του στο χώμα ψάχνοντας για τα ίχνη του θηράματος. || μουσούδι ή ρύγχος: H ~ του γουρουνιού / του ξιφία. β. το ράμφος των πουλιών: Πουλί με μεγάλη / με χοντρή ~. ΦΡ το έξυπνο* πουλί από τη ~ πιάνεται. 3. (μτφ.) α. η λεπτή ή σουβλερή άκρη ενός αντικειμένου που είναι συνήθ. επίμηκες· αιχμή: H ~ του μαχαιριού / του καρφιού / της βελόνας. || H ~ του μολυβιού. Δε γράφει το μολύβι, γιατί έσπασε η ~. β. (για πλοίο ή αεροπλάνο) το μπροστινό τμήμα. γ. (για τα δάχτυλα και μέρος του πέλματος): Πατάω / περπατάω στις μύτες των ποδιών μου, συνήθ. για να μην κάνω θόρυβο. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, για να φτάσω πιο ψηλά. δ. το μπροστινό μέρος των παπουτσιών: Tα παπούτσια με χτύπησαν στη ~. 4. (μτφ.) προεξοχή: Mια ~ της στεριάς. Kάνω ~, προεξέχω. Ο ποδόγυρος κάνει ~.
μυτούλα η YΠΟKΟΡ. μυτίτσα η YΠΟKΟΡ. μύταρος ο MΕΓΕΘ. μύτος ο MΕΓΕΘ. μυτάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. μύτη < μύτ(ις) μεταπλ. -η < αρχ. θ. μυτ- (σύγκρ. αρχ. (ἀπο)μύσσομαι `φυσάω τη μύτη΄, μύτις `όργανο των μαλακίων΄) < θ. μυκ- (μύξα, μυκτήρ `ρουθούνι΄)· μύτ(η) -ούλα, -ίτσα, -αρος, -ος, -άρα]
- μύτη η· μούτη· μούττη.
-
- 1)
- α) Μύτη:
- (Θησ. ΙΒ́ [577])·
- έκοψαν τες μούττες τους (Μαχ. 67414)·
- β) (συνεκδ.) κεφάλι:
- από την μύτην τον σκεπούν (ενν. τον νεκρόν Έκτορα) μέχρι των αστραγάλων (Πόλ. Τρωάδ. 7323).
- α) Μύτη:
- 2) (Προκ. για πτηνά) ράμφος:
- (Πουλολ. 321), (Φυσιολ. 36721).
- 3) (Μεταφ.) αιχμηρό, οξύ άκρο, αιχμή, μύτη:
- μούττην του κονταρίου (Μαχ. 2825).
- 4) (Μεταφ.)
- α) προκ. για τα δάχτυλα των ποδιών:
- (Μπερτολδίνος 164)·
- β) προκ. για το μπροστινό μέρος των παπουτσιών
- (Προδρ. IV 56).
- α) προκ. για τα δάχτυλα των ποδιών:
- 5) (Μεταφ.) προκ. για το ακρότατο σημείο ακρωτηρίου:
- έχει μία μύτην χαμηλήν (Πορτολ. Β 3623).
- Φρ.
- 1) Είμαι εις την μούττην κάπ. = αντιμετωπίζω κάπ., έχω «πάρε-δώσε» με κάπ.:
- (Μαχ. 8637).
- 2) Παίρνω κάπ. από τη μύτη = έχω κάπ. υποχείριό μου, τον κάνω ό,τι θέλω:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 186).
- 3) Πολεμώ κάπ. μούττες = πιέζω κάπ. για κ. προβάλλοντας επιχειρήματα ή εγείροντας αξιώσεις:
- (Μαχ. 56211).
- Η λ. σε τοπων.:
- Άσπρη Μύτη (Πορτολ. Α 23426).
[<αρχ. ουσ. μύτις. Οι τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (μή‑) και σήμ.]
- 1)