Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
6.055 εγγραφές [5701 - 5710]
[Λεξικό Κριαρά]
μύλος ο.
  • 1)
    •  
      • α1) Μηχανή που αλέθει κόκκους, κυρίως σιταριού, και αποτελείται από δύο λίθινους κυλίνδρους, μύλος:
        • ολοστρόγγυλος (ενν. ο βασιλίσκος) σαν μύλος που αλέθει (Φυσιολ. (Legr.) 158
      • α2) (ειδικ.) η κάτω μυλόπετρα:
        • να μη σημαδέψει μύλον και απανωμύλι (Πεντ. Δευτ. XXIV 6
    • β) το κτήριο όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος· μύλος:
      • (Προσκυν. Ιβ. 535 210857).
  • 3) (Πιθ.) μηχάνημα άντλησης και μεταφοράς νερού:
    • Στη μέσην του περιβολιού είχε νερά με μύλο, απάνου ήτον το λουτρόν (Δεφ., Σωσ. 53).
  • Η λ. στον εν. και πληθ. ως τοπων.:
    • (Σπανός A 465), (Μαχ. 10434), (Πορτολ. A 20026).

[αρχ. ουσ. μύλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυλωνάς ο [milonás] Ο1 θηλ. μυλωνού [milonú] Ο37 : αυτός, συνήθ. ιδιοκτήτης, που δουλεύει στο μύλο. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. || (θηλ.) και η σύζυγος του μυλωνά.

[μσν. μυλωνάς < αρχ. μυλών `μύλος΄ -άς· μυλων(άς) -ού]

[Λεξικό Κριαρά]
μυλωνάς ο.
  • α) Μυλωνάς:
    • (Προδρ. IV 312), (Κρασοπ. AO 9
  • β) (σε μεταφ.):
    • ο κόσμος μύλος έναι … και άνωθεν έναι ο μυλωνάς, ο Θεός (Πικατ. 346).

[<ουσ. μύλων + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μυλωνιστικός, επίθ.
  • Που ανήκει στο μύλο ή το μυλωνά, που χρησιμοποιείται για τις εργασίες του μύλου:
    • σα μούλα μυλωνιστική να σε συχναγωγιάζει (Κατζ. Β́ 406).

[<ουσ. μυλωνάς + κατάλ. ‑ιστικός]

[Λεξικό Κριαρά]
μυλωτικόν το.
  • Μέρος από το αλεύρι που αλέθεται ως αμοιβή του μυλωνά, τα αλεστικά:
    • (Προδρ. II 26-3 χφ H κριτ. υπ).

[ουδ. του επιθ. *μυλωτικός ως ουσ. Πβ. λ. ‑ωνιάτ‑ στο Βλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύξα η [míksa] Ο25α : (οικ.) 1α. γλοιώδης ουσία που βγαίνει από τη μύτη· (πρβ. βλέννα): Tρέχουν μύξες από τη μύτη του. Έβγαλε το μαντίλι του για να σκουπίσει τις μύξες. ΦΡ μύξες και σάλια, ανοησίες. β. για άλλες βλεννώδεις ουσίες και ιδίως εκείνη που βγάζουν οι μπάμιες. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο: Mιλάει τώρα κι αυτή η ~!

[αρχ. μύξα]

[Λεξικό Κριαρά]
μύξα η.
  • Βλέννα, μύξα:
    • (Ιερακοσ. 42224), (Ιστ. Βλαχ. 1144
    • (σε παροιμ. φρ.):
      • εγώ από του φόβου μου να μη με θανατώσει, οι μύξες νεύρα εγίνονταν, ωσάν το λέγει ο μύθος (Συναξ. γαδ. 242).

[αρχ. ουσ. μύξα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυξιάρης ο [miksxáris] Ο11 θηλ. μυξιάρα [miksxára] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει πολλές μύξες, που συχνά βγάζει μύξες.

[μύξ(α) -ιάρης· μυξιά ρ(ης) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυξιάρικος -η -ο [miksxárikos] Ε5 : (οικ.) που αναφέρεται και ιδίως χαρακτηρίζει το μυξιάρη. || (ως ουσ.) το μυξιάρικο, ως μειωτικός χαρακτηρισμός παιδιού: Δες το μυξιάρικο που θέλει να κάνει τον άντρα!

[μυξιάρ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυξοκλαίω [miksokléo] Ρ πρτ. μυξόκλαιγα, αόρ. μυξόκλαψα, απαρέμφ. μυξοκλάψει : (οικ., μειωτ.) κλαίω και εισπνέοντας ρουφώ τις μύξες μου. || υποκρίνομαι, κάνω πως κλαίω.

[μύξ(α) -ο- + κλαίω]

< Προηγούμενο   1... 569 570 [571] 572 573 ...606   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες