Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Mορφέας ο [morféas] Ο21 (χωρίς πληθ.) : στην έκφραση βρίσκεται / παραδόθηκε κάποιος εις τας αγκάλας / στις αγκάλες του Mορφέως / στην αγκαλιά του Mορφέα, κοιμήθηκε.
[λόγ. < ελνστ. Μορφεύς, αιτ. -έα γιος του Ύπνου και της Νύχτας, θεός των ονείρων, σημδ. αγγλ. Morpheus < λατ. Morpheus < ελνστ. Μορφεύς]