Παράλληλη αναζήτηση
120 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μασίζω.
-
- I. (Ενεργ.) δαγκάνω:
- τα χαλινάρια μάσιζαν (ενν. τα φαρία) (Θησ. Ζ́ [1033]).
- II. (Μέσ.) μασώ, τρώγω:
- να είδες … πώς να σε εμασίστην, … τα δόντια μου πώς να σε τραγανίσαν (Διήγ. παιδ. 145).
[<αόρ. του μασώ. Μτχ. παρκ. ‑ισμένος στο Βλάχ.]
- I. (Ενεργ.) δαγκάνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασίνα η [masína] Ο25α : θερμάστρα ξύλων κατασκευασμένη έτσι ώστε να είναι κατάλληλη και για το μαγείρεμα: Ο φούρνος της μασίνας. Έβαλε την κατσαρόλα πάνω στη ~.
[ίσως γαλλ. machin(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασίστας ο [masístas] Ο3 : γεροδεμένος και πολύ δυνατός άνθρωπος.
[ίσως από ήρωα κινηματογραφικού έργου]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασίφ [masíf] Ε (άκλ.) : που είναι συμπαγής, που αποτελείται ολόκληρος από το ίδιο υλικό: Έπιπλα από ξύλο ~.
[λόγ. < γαλλ. massif]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάσκα η [máska] Ο25α : 1. αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του προσώπου ή ορισμένων τμημάτων του, έτσι ώστε αυτό να αλλάζει μορφή ή γενικά να μην αναγνωρίζεται· (πρβ. προσωπίδα): Φοράω ~. Δεν πρόκειται να σε γνωρίσω, αν δε βγάλεις τη ~ που φοράς. Οι μάσκες των ηθοποιών του αρχαίου θεάτρου. Kωμική / τραγική ~. || Nεκρική ~, ομοίωμα του προσώπου του νεκρού. 2. αντικείμενο ειδικά κατασκευασμένο που καλύπτει το πρόσωπο ή ορισμένο τμή μα του και: α. το προστατεύει από κτ.: ~ του βατραχανθρώπου / του κολυμβητή. Xειρουργική / ιατρική ~. Aντιασφυξιογόνες μάσκες. β. διοχετεύει κτ.: ~ οξυγόνου / αιθέρα. 3. καλλυντικό για την περιποίηση του δέρματος ειδικό για το πρόσωπο, για το λαιμό ή για τα μαλλιά: ~ ομορφιάς. || (επέκτ.) για διάφορα φυσικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο: ~ με μέλι και αυγό. 4. για το μπροστινό προστατευτικό τμήμα διάφορων πραγμάτων: H ~ του αυτοκινήτου. || (ναυτ.): H ~ του πλοίου, τα πλευρά της πλώρης. 5. (μτφ.) για προσποιητή συμπεριφορά: Mία ~ αδιαφορίας κάλυπτε την ταραχή του. ΦΡ βγάζω τη ~ από κπ., τον κάνω να δείξει τον πραγματικό του εαυτό.
[ιταλ. masca & γαλλ. masq(ue) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- μασκάλη η,
- βλ. μασχάλη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάσκαρα η [máskara] & μάσκαρα το [máskara] Ο (άκλ.) : παχύρρευστο υγρό που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό για το βάψιμο των βλεφαρίδων: Mαύρο / μπλε / καφέ ~.
[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασκαραλίκι το [maskaralíki] Ο44α : ανεπίτρεπτη πράξη ή συμπεριφορά που συνήθ. συνοδεύεται και από γελοιότητα: Πρέπει να ντρέπεσαι για τα μασκαραλίκια σου.
[τουρκ. maskaralιk -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μασκαράς ο· μασχαράς· μοσχαράς.
-
- α) Προσωπιδοφόρος (σε καρναβάλι):
- να μασε περιπαίζουσι ωσάν τους μασκαράδες (Μαρκάδ. 454)·
- β) γελωτοποιός:
- Παιγνίδια είχουν 'ρίφνητα και μοσχαράδες τόσους (Θησ. Ζ́ [1053]).
[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. màscara + κατάλ. ‑άς, αν όχι <βεν. imascarà «μασκαρεμένος»· πβ. και τουρκ. maskara - mashara. Ο τ. μασχ‑, καθώς και τ. μοσκ‑, στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Προσωπιδοφόρος (σε καρναβάλι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασκαράς 1 ο [maskarás] Ο1 : αυτός που μεταμφιέζεται για να πάρει μέρος σε εορταστική εκδήλωση κατά την περίοδο της αποκριάς· καρναβάλι2: Nτύνομαι / γίνομαι ~.
[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara (δες μάσκαρα) -ς με τονική επίδρ. της λ. μασκαράς 2]