Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
6.055 εγγραφές [6051 - 6055]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μωσαϊκός -ή -ό [mosaikós] Ε1 : που έχει σχέση με το Mωυσή: Ο ~ νόμος, στον οποίο στηρίζεται η θρησκεία των Εβραίων.

[λόγ. < ελνστ. μωσαϊκός < Μωσαϊκός `που αναφέρεται στο Μωυσή΄ < Μωσῆς, Μωυσῆς < εβρ. Mósheh]

[Λεξικό Κριαρά]
μωσιοεδαφωμένος, μτχ. επίθ.,
βλ. μουσιοεδαφωμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
μωσίον το,
βλ. μουσίον.
[Λεξικό Κριαρά]
μωσιοχρύσαφον το.
  • Ψηφιδωτό με χρυσές ψηφίδες:
    • κουβούκλιον … μετά μωσιοχρύσαφον … ιστορισμένον (Προσκυν. Ιβ. 845 445).

[<ουσ. μωσίον + χρυσάφι(ον)]

[Λεξικό Κριαρά]
μωχός ο,
βλ. μοχός.
< Προηγούμενο   1... 602 603 604 605 [606]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες